Συνέντευξη – Δημήτρης Ήμελλος
Ένα μπουλούκι θεατρίνων επισκέπτεται τον τόπο της Μεσσήνης και οι ζωές όλων αλλάζουν. Αυτό είναι το θέμα του μυθιστορήματος του Σωτήρη Πατατζή «ΜεθυσμένηΠολιτεία» που ανεβαίνει φέτος για πρώτη φορά στο θέατρο σε σκηνοθεσία του ΆρηΤρουπάκη, στην ανακαινισμένη σκηνή του «Αλκυονίς». Ο Δημήτρης Ήμελλος, ένας από τους καλύτερους Έλληνες ηθοποιούς, είναι μέλος της πολύ δυνατής ομάδας που καταπιάνεται με το δύσκολο εγχείρημα της παράστασης αυτού του έργου. Η συζήτηση μαζί του είναι ευχάριστη και εποικοδομητική, οπότε μιλήσαμε για την παράσταση της«Μεθυσμένης Πολιτείας» και όχι μόνο.
– Είστε φέτος το χειμώνα στην παράσταση «Μεθυσμένη Πολιτεία». Να ξεκινήσουμε λέγοντας λίγα λόγια για τους ρόλους που ερμηνεύετε;
Είμαστε εννέα ηθοποιοί και μοιραζόμαστε δεκαέξι ρόλους. Οι δύο ηθοποιοί, ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος και η Κατερίνα Μισιχρόνη, έχουν από έναν ρόλο γιατί είναι οι βασικοί άξονες, είναι το ζευγάρι που διανύει το έργο. Οι υπόλοιποι υποδυόμαστε δύο ρόλους. Ο πρώτος ρόλος μου είναι αυτός του Επαμεινώνδα, ενός ντόπιου ζωέμπορα, που όπως γράφει ο Πατατζής «παζαρεύει δαμάλια». Είναι ένας άνθρωπος που τα έχει καταφέρει οικονομικά στη ζωή του και όταν έφθασε το μπουλούκι στη Μεσσήνη, γνώρισε τη Ρένα και στο τέλος φεύγει μαζί της. Ο δεύτερος ρόλος είναι ενός φυσιοδίφη και φιλοσόφου γιατρού, όπως αυτοαποκαλείται αλλά τον αποκαλούν και οι άλλοι. Στην πραγματικότητα αποτελεί πατρική φιγούρα για τον νέο με το μουστάκι (Ερρίκος Μηλιάρης) και είναι ένα ζευγάρι μέσα από το οποίο φανερώνεται η πολιτική διάσταση του έργου. Ο Πατατζής θίγει αρκετά το πολιτικό θέμα στην Ελλάδα την περίοδο της μεταξικής εποχής.
– Πρόκειται για μία παράσταση αρκετά περίπλοκη στο στήσιμό της. Υπάρχουν διαρκώς αλλαγές κοστουμιών, σκηνικών, ρόλων κτλ.
Γιατί είναι πολλαπλό το παιχνίδι. Ο Άρης Τρουπάκης στηρίχτηκε πάνω στους κώδικες του μπουλουκιού, το οποίο στην πραγματικότητα αποτελεί και τη μοναδική μας θεατρική παράδοση στην Ελλάδα. Μετά ήρθανε οι επιρροές από το εξωτερικό – από τη Γερμανία, την Αυστρία, τη Ρωσία με τον Ροντήρη, τον Κουν και λοιπούς, αλλά η παράδοση η ελληνική είναι το μπουλούκι: η «Γκόλφω» που ταξίδευε σε διάφορα μέρη στην Ελλάδα. Έτσι λοιπόν οι μεταμφιέσεις και οι συνεχείς αλλαγές είναι ένα παιχνίδι που παίζεται με τους όρους του μπουλουκιού, είναι χειροποίητο δηλαδή. Με ό,τι βρίσκεται γύρω μας προσπαθούμε να περάσουμε την ιστορία μπροστά στα μάτια του θεατή χωρίς να αλλάζουμε στα καμαρίνια εμφανιζόμενοι στη συνέχεια αλλιώς. Είναι όντως δύσκολο.
– Εσάς τι σας δυσκόλεψε περισσότερο σε αυτό;
Αυτό που δυσκολεύει περισσότερο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η ροή. Οι εναλλαγές των ρόλων και των σκηνών δεν έχουν οριζόντια αφήγηση, να πεις ότι τώρα συμβαίνει αυτό, μετά αυτό, αλλά πετιέται από το ένα θέμα στο άλλο όπως κάνει και το μυθιστόρημα. Είναι ένα πολύ χαλαρό μυθιστόρημα, δεν έχει μία τρομερή δομή. Στη διασκευή που κάνανε κρατήσανε τη μορφή και το ύφος του μυθιστορήματος και αυτό που στην πραγματικότητα με δυσκόλεψε είναι το ίδιο που με δυσκόλεψε και όταν το διάβαζα, δηλαδή το να πρέπει να κρατήσεις τη ροή της ιστορίας με τις τόσες αλλαγές που γίνονται και ταυτόχρονα να οδηγείς μέσα σε αυτό όχι μόνο το ρόλο σου, που εδώ είναι σε δεύτερη μοίρα, αλλά την παράσταση που είναι σε πρώτη.
– Φάνηκε έτσι ένα θέατρο συνόλου.
Χωρίς αυτό δεν γινότανε. Εδώ πρωταγωνιστεί το θέατρο συνόλου και το άτομο έρχεται σε δεύτερο πλάνο. Είναι ένα είδος ορχήστρας όπου πρέπει να φτιαχτεί ώστε μέσα εκεί να λάμψουν τα όργανα. Αλλά χωρίς ορχήστρα δεν υπάρχει κανένα όργανο.
– Τι σας γοητεύει σε αυτό το έργο;
Σε αυτό το έργο με γοητεύει πρώτα απ’ όλα η ελληνικότητά του. Μυρίζει, βρωμάει θα έλεγα, Ελλάδα. Και εννοώ το σύγχρονο ελληνικό κράτος που προσπαθεί να σταθεί σαν κράτος, να παίξει αυτό το ρόλο, όμως η ανθρώπινη πραγματικότητα δεν έχει καμία σχέση με αυτό. Έχει μία τεράστια παράδοση αυτό το έθνος. Έχει μία τεράστια ιστορία, η οποία μεγαλούργησε στο παρελθόν και μοιάζει σαν ένας μπαμπάς ή παππούς πολύ σπουδαίος στον οποίον απευθυνόμαστε πολλές φορές προκειμένου να νιώσουμε κατά κάποιον τρόπο μεγάλοι. Έτσι λοιπόν γεννιούνται μεγάλες σκέψεις, μεγάλα όνειρα μέσα μας τα οποία κατά το συνήθη τρόπο πέφτουν στο κενό. Αυτή είναι η μοίρα του νέου ελληνικού κράτους, με τα πάνω του τα τρομερά και τα τρομερά κάτω του. Δεν έχει ένα μέσο όρο αυτή η χώρα, είναι στα άκρα μονίμως. Είτε στον Όλυμπο, είτε στα τάρταρα. Αυτό το κινεζικό βασανιστήριο κρύο-ζέστη στη ζωή των ανθρώπων είναι τόσο ελληνικό και με συγκίνησε γιατί έχει σχέση και με τη δουλειά μας παράλληλα. Είναι μία ιστορία ενός μπουλουκιού που ταξιδεύει, δηλαδή είναι θεατρική ιστορία. Πολλές φορές το έχω σκεφτεί ότι το πιο δύσκολο επάγγελμα του κόσμου είναι ο Έλληνας ηθοποιός.
– Μία αγαπημένη σας φράση από το έργο;
Είχα κρατήσει αυτή τη φράση του γιατρού που μοιάζει σαν σανίδα σωτηρίας μέσα σε όλο αυτό το θαλασσοταραγμένο Αιγαίο στο οποίο ζούμε: «ένα μυστικό δεν το κυνηγάς για να το βρεις, αλλά για να το κυνηγάς». Αυτή η φράση περιέχει ένα πολύ ιδιαίτερο χιούμορ. Το χιούμορ είναι σωτήρια λέμβος στη χώρα αυτή και πολλές φορές το ξεχνάμε. Δεν είναι ότι δεν έχουμε χιούμορ, αλλά το χάνουμε πολύ εύκολα.
– Είμαστε πιο εύθικτοι δηλαδή;
Ναι. Παίρνουμε κάποια πράγματα πολύ περισσότερο στα σοβαρά. Έχουμε λιγότερη ελαφράδα, λιγότερο αυτοσαρκασμό και εντάξει, ίσως και δικαιολογημένα αφού συνέχεια δεν ξέρουμε από πού μας έρχεται.
– Ποιο είναι το δυνατό σημείο της παράστασης; Τι θα κερδίσει ο θεατής όταν τη δει;
Νομίζω ότι το δυνατό σημείο της παράστασης είναι, εκτός από την ελληνικότητά της, ότι αντιμετωπίζει το παρελθόν με τα μάτια του παρόντος και όχι ως παρελθόν. Είναι σαν αυτή η εποχή του ’38 να μην έχει αλλάξει μέχρι σήμερα. Ακόμη υπάρχει αυτή η προχειρότητα και η τάση του να «βρίσκω τις λύσεις τώρα», η πατέντα που λέμε. Είμαστε μία χώρα που αναγκαζόμαστε να βρούμε πολλές πατέντες στη ζωή μας για να μπαλώσουμε τρύπες και κενά που δημιουργούνται. Ίσως αυτή να είναι και μία από τις υψηλές επιστήμες που έχουμε αναδείξει στον κόσμο, η επιστήμη της πατέντας. Εκτός από τη διαχρονική ελληνικότητα, άλλο ένα δυνατό σημείο της παράστασης είναι οι ηθοποιοί που συμμετέχουν σ’ αυτή, οι οποίοι δίνουν πραγματικά τα πάντα μπροστά στους θεατές. Τώρα το «πάντα» είναι υπό κρίσιν, αν τα καταφέρνουν δηλαδή ή όχι, αφού τίποτα δεν κρύβεται από τα μάτια των θεατών. Είναι όλα μπροστά τους και έτσι μπορούν να δουν την ιστορία της Ελλάδας και του θεάτρου από την κουίντα και τα παρασκήνια και όχι από την σκηνή και τα φώτα της.
– Το 1980 είχε γίνει και σειρά. Την παρακολουθούσατε;
Όχι, δεν είχα παρακολουθήσει τη σειρά. Η σειρά έχει τα εβδομαδιαία επεισόδια και περνάει αναλυτικά την ιστορία. Είναι άλλος ο κώδικας επικοινωνίας εδώ. Στο θέατρο είναι η συμπύκνωση ενός μυθιστορήματος μέσα σε δύο ώρες, οπότε πρέπει να αφαιρεθούν πολλά και να κρατηθεί όσο γίνεται ο πυρήνας των πραγμάτων. Είναι δηλαδή ένα είδος ποιητικής αντιμετώπισης του μυθιστορήματος που συμπυκνώνει, δεν αναλύει.
– Μετά την παράσταση μιλάτε με τον κόσμο; Σας έχουν πει σχόλια για το πώς τους φάνηκε;
Κοιτάξτε, δεν έχουμε την ευκαιρία να έχουμε άμεσα την αντίδραση του κοινού. Εντάξει τώρα, η αλήθεια δεν κρύβεται ποτέ σε αυτά που λέει. Κρύβεται πάντα στην αίσθηση που παίρνεις. Σε αυτό που παίρνεις μαζί σου σπίτι, το οποίο μάλιστα δεν λέγεται και δεν μοιράζεται πολλές φορές. Ήθελα να έχω την ευκαιρία να βρεθώ ως δια μαγείας από τη σκηνή ξαφνικά έξω από το θέατρο και να δω πώς είναι ο άνθρωπος που βγαίνει. Από το μόνο που μπορώ να κρίνω είναι το είδος του χειροκροτήματος και το είδος της παρακολούθησης. Νομίζω ότι επειδή είναι μία έντιμη δουλειά, ο κόσμος εισπράττει ότι οι ηθοποιοί υποστηρίζουν αυτό που κάνουν και δεν αισθάνονται ότι υπηρετούν άλλους. Κάποιος έλεγε ότι το θέατρο είναι μία συνάντηση δύο ανθρώπων που στον έναν αρέσει να λέει παραμύθια και στον άλλον να ακούει. Τώρα άμα λείπει ένα από τα δύο στοιχεία, ο ένας δεν θέλει να ακούσει παραμύθια και ο άλλος δε θέλει να τα πει, κάτι δεν πάει καλά.
– Συνεργάζεστε συχνά με ορισμένους σκηνοθέτες. Να υποθέσω ότι επιλέγετε τις δουλειές που θα κάνετε βάσει αυτών;
Μου αρέσει να κάνω σχέσεις στο θέατρο. Είναι ένας διάλογος που ξεκινάει τώρα. Άλλες φορές πάει κάπου αυτός ο διάλογος, άλλες φορές δεν πάει. Για εμάς τους ηθοποιούς είναι μεγάλο μέρος της ζωής μας αυτό το πράγμα, είναι σχεδόν μία οικογένεια. Έτσι λοιπόν προσπαθώ να δίνω χώρο και χρόνο ώστε να υπάρξει όσο γίνεται αυτός ο διάλογος. Ε τώρα, δε συμφωνούμε και στα πάντα, αλλοίμονο. Έτσι μπήκα και στο θέατρο. Μπήκα όχι από το άτομο, αλλά από την ομάδα, από τη συνάντηση των ανθρώπων.
– Δηλαδή τα κριτήρια με τα οποία επιλέγετε μία δουλειά ποια είναι;
Δεν νομίζω ότι είναι πολλά, απλώς κάθε φορά επικρατεί κάποιο. Άλλες φορές επικρατεί ο σκηνοθέτης που θα το κάνει, άλλες φορές μία συνθήκη που υπάρχει και μπορεί να με ενδιαφέρει, άλλες φορές μπορεί να είναι ένα έργο άλλες φορές μπορεί να είναι οι συνεργάτες. Πάντα ρωτάω ποιοι είναι οι ηθοποιοί. Πρέπει να υπάρχει και ένα είδος προαισθήματος, ότι αυτό μου «μυρίζει» ένα καλό ταξίδι. Δεν σημαίνει ότι απαραίτητα θα είναι, αλλά νομίζω ότι δεν πας ένα ταξίδι όταν ξέρεις ότι έχει εννέα μποφόρ. Δεν εννοώ να είναι εύκολο ταξίδι, αλλά πάντα θες να έχεις την αίσθηση ότι θα είναι ωραίο. Πολύ σπάνια κάνω κάτι μόνο για το οικονομικό. Με νοιάζει με ποιους ανθρώπους θα μοιραστώ το καμαρίνι γιατί θα ‘ρθουμε σε δύσκολες στιγμές μεταξύ μας στην πρόβα, δεν είναι όλα εύκολα. Αυτές οι δυσκολίες όμως μετά φέρνουν ωραίες στιγμές. Ίσως αυτό είναι το μόνο μου κριτήριο: το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα βρεθώ.
– Γιατί επιλέξατε να συμμετάσχετε στη «Μεθυσμένη Πολιτεία»;
Μου το πρότεινε ένας φίλος και συνεργάτης, ο Άρης Τρουπάκης και εμπιστεύομαι τα κριτήριά του και την επιλογή των ηθοποιών που κάνει. Από ‘κει και πέρα δεν ρώτησα περισσότερα πράγματα, αν και άλλες φορές ρωτάω: ποιοι άλλοι θα είναι, πώς θα είναι, για πότε το πάμε, τι σκέψεις έχει κτλ. Επίσης πολλές φορές έχει αξία ο τρόπος που μου κάνουν την πρόταση. Αλλά εδώ υπήρχανε δύο πολύ ισχυρά στοιχεία. Το ένα ήταν ότι πρόκειται για ελληνικό μυθιστόρημα. Με αφορά όλο αυτό το κομμάτι της Ελληνικής Γραμματείας και ήταν ένα μεγάλο συν για να συμμετάσχω σ’ αυτή τη δουλειά. Το άλλο στοιχείο ήταν ο σκηνοθέτης με τον οποίον έχουμε υπάρξει συνάδελφοι στην ίδια σκηνή και ξέρω ότι θα είναι ένας χώρος δημιουργικός και απολαυστικός για μένα.
– Έχετε μετανιώσει ποτέ για τη συμμετοχή σας σε κάποια δουλειά;
Ναι. Νομίζω ότι δεν ήταν ειλικρινή τα δικά μου κριτήρια σε μένα. Παραπλάνησα τον εαυτό μου με άλλα πράγματα. Άμα είσαι καθαρός με σένα δεν μετανιώνεις τίποτα. Αν αρχίζεις και κρύβεσαι από τον εαυτό σου, μετά μετανιώνεις. Αλλά μου έχει τύχει, ναι. Σπάνια, αλλά μου ‘χει τύχει. Όλα τυχαίνουν στη ζωή.
– Υπάρχει κάποιος ρόλος που θέλετε πολύ να ερμηνεύσετε;
Ξαναγυρίζω στην πρώτη μας κουβέντα, ότι ο λόγος που ήρθα στο θέατρο ήταν το σύνολο. Οπότε ναι, έχω πάρα πολλούς τέτοιους ρόλους, απλώς δεν μπορώ να τους φανταστώ έξω από την παράσταση. Τι να το κάνω να παίξω ένα ρόλο σε μια παράσταση που δεν με ενδιαφέρει; Πες ότι θες να παίξεις τον Άμλετ. Ωραία, σε ποια παράσταση; Δηλαδή άμα παίξεις τον Άμλετ καλύφθηκες; Κι αν η παράσταση τελικά είναι ένα πράγμα στο οποίο δεν θα ‘θελες να συμμετάσχεις ούτε σαν Στρατιώτης β’; Θα θες να παίξεις τον Άμλετ σ΄ αυτήν την παράσταση; Δεν είναι κριτήριο ο ρόλος νομίζω για κανέναν ηθοποιό. Είναι να μπορεί να ονειρευτεί το έδαφος μέσα από αυτό που κάνει. Είναι συλλογική δουλειά, αυτό είναι το πρόβλημα και η ευλογία της.
– Εσείς τι έδαφος ονειρεύεστε; Τι θα θέλατε να συναντήσετε;
Αυτό που ονειρεύομαι συνεχώς είναι συναντήσεις με συνθήκες που θα μας κάνουν όλους να εξελιχθούμε σαν καλλιτέχνες. Αυτές σπανίζουν. Συνήθως η παράσταση πρέπει να γίνει σε λίγο χρόνο, οικονομικά κτλ. οπότε δεν βρίσκονται πάντα οι καλύτερες συνθήκες για να νιώσεις ότι μπορείς να εξελιχθείς. Υπάρχουν φορές που έχω νιώσει σαν ηθοποιός ότι έχω βρει καινούργια μέσα, καινούργια πλευρά του εαυτού μου, καινούργιες δυνατότητες. Έχω νιώσει ότι ρισκάρω να αποτύχω. Αυτές είναι οι καλύτερες στιγμές μας, γιατί όταν ψάχνεις αχαρτογράφητες για σένα περιοχές βρίσκεις τη μεγαλύτερη απόλαυση.
– Πότε το αισθανθήκατε αυτό τελευταία φορά;
Αρκετές φορές ευτυχώς. Η πιο πρόσφατη ήταν πέρσι στις «Δούλες» που αναγκάστηκα να κάνω τη Σολάνς σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις. Έπρεπε να ψάξω τον γυναικείο κόσμο, πράγμα φοβερά προκλητικό για μένα. Όχι το να κάνω τη γυναίκα, αλλά να ψάξω να δω το χώρο μέσα μου. Κι επειδή έχει ιδιαίτερο πάθος ήταν πάρα πολύ προκλητικό και για μένα και για τον Αργύρη Ξάφη, δοθήκαμε πολύ σ’ αυτό το πράγμα. Ήταν κάτι ανεξάρτητα από την παράσταση το οποίο ήταν θείο δώρο. Να νιώθεις ότι εξελίσσεσαι προσθέτοντας όπλα στη φαρέτρα σου. Η δουλειά μας έχει και εκπαιδευτικό χαρακτήρα ο οποίος πολλές φορές πάει πίσω και επικρατεί ο παραγωγικός της. Ο ηθοποιός προσπαθεί να συνταιριάξει το ένα με το άλλο: και να βιοπορίζεται απ΄ αυτό και να κάνει τέχνη.
– Τα εφόδια που προσθέτετε στη φαρέτρα σας τα δίνετε και στους μαθητές σας;
Από αυτούς παίρνω εφόδια, δε δίνω. Στην εκπαίδευση αυτά τα όπλα με βοηθάνε όχι στο να τα δίνω στους μαθητές, αλλά στο να είμαι πιο ανοιχτός μαζί τους. Όσο περισσότερα όπλα έχεις τόσο πιο ανοιχτός είσαι να ακούσεις, ενώ όσο λιγότερα τόσο πιο κλειστός είσαι. Και με αυτούς είναι επίσης ένας διάλογος: δίνεις αλλά και παίρνεις όπλα.
– Οι σπουδές σας στη Ρωσία ήταν πάνω στη σκηνοθεσία, σωστά;
Ναι. Βέβαια όταν λέμε σκηνοθεσία στη Ρωσία δεν εννοούμε ακριβώς αυτό. Οι σκηνοθέτες στη Ρωσία πρέπει να είναι καλύτεροι ηθοποιοί από όλους. Είναι επί σκηνής σκηνοθέτες και όχι εκτός σκηνής. Δεν είναι θεωρητικοί του θεάτρου, είναι πρακτικοί του θεάτρου και όταν λέμε σκηνοθεσία εμπεριέχεται μέσα σ’ αυτό και η διδασκαλία, η δραματουργία, η δραματολογία και η ανάπτυξη δραματουργίας πάνω στη σκηνή. Δηλαδή σκηνοθεσία είναι, αν θέλετε, μία παν-επιστήμη και όχι μια στείρα σκηνοθεσία. Ήταν στην πραγματικότητα σπουδές θεάτρου. Με βοήθησαν στη διδασκαλία, αλλά κυρίως στην υποκριτική. Στην υποκριτική δεν θέλω να είμαι μέσα σε ένα παιχνίδι που δεν βλέπω όλο το γήπεδο. Θέλω να βλέπω το όλον για να μπορώ να ονειρεύομαι. Αλλιώς είμαι μόνο με την μπάλα στα πόδια ή απλά περιμένω να μού ‘ρθει η μπάλα.
– Σκέφτεστε να σκηνοθετήσετε;
Σκέφτομαι, αλλά τι νόημα έχει να το σκέφτεσαι και να μην το κάνεις; Δηλαδή όταν και αν συμβεί, τότε θα μπορώ να πω ότι το σκέφτηκα.
– Υπάρχουν έργα που θέλετε να τα υπογράψετε σκηνοθετικά;
Ναι, υπάρχουν. Αλλά το θέμα δεν είναι τα έργα. Το θέμα είναι ένα είδος αφήγησης που να με ενδιαφέρει. Να ψάξω τρόπους να αφηγηθώ μία ιστορία. Νομίζω αυτό κάνει και ο κάθε σκηνοθέτης.
– Θέλετε να μας πείτε κάτι για το κλείσιμο; Σχέδια για το μέλλον;
Πολλά σχέδια για το μέλλον. Και μεγάλα. Θέλω να πω ότι στις μέρες μας το θέατρο είναι από τα λίγα πράγματα που έχουν απομείνει που δεν αντικαθίσταται η προσωπική επαφή από καμιά τεχνολογία.
Της Κατερίνας Πεσταματζόγλου 14/01/2020