Συνεντεύξεις

Γρηγόρης Χατζάκης: “Δεν έχω χάσει ποτέ την παιδική αίσθηση μαγείας του θεάτρου”

Συνέντευξη στην Κωνσταντίνα Καλλέργη
15/05/24

Μετά την πολύ επιτυχημένη “Αλίκη” (με την Ελένη Ζιώγα), ο σκηνοθέτης Γρηγόρης Χατζάκης με τους σταθερούς συνεργάτες του Χρήστο Καπενή και Δώρα Παρδάλη, επιστρέφει στο Bios, και στον πιο σκοτεινό κόσμο των παραμυθιών, όπου μέσα από μια σειρά συνεντεύξεων από ανθρώπους διαφορετικών ειδικοτήτων (ψυχολόγος, κοινωνιολόγος, θεολόγος, ξυλουργός, πλαστικός χειρούργος) οι ηθοποιοί αφηγούνται την ιστορία του Πινόκιο, αλλά και την ιστορία του ανθρώπου μέσα και έξω από το περίβλημά του, σε μία διαφορετική, ντοκιουμαντερίστικη, ονειρική κι άναρχη ανάγνωση του έργου του Carlo Collodi.

– Πέρυσι είδαμε τη δουλειά σου θεατρικά, πάνω στην «Αλίκη» του Lewis Carroll. Φέτος επιστρέφεις με μια νέα ανάγνωση στον «Πινόκιο». Τι σε ελκύει στον κόσμο των παραμυθιών;
Τα παραμύθια μου δίνουν το κατάλληλο έδαφος να εκφραστώ πιο ελεύθερα και απενοχοποιημένα πάνω στη σχέση της φαντασίας με την καθημερινότητα. Να φέρω δηλαδή σημεία της καθημερινότητας στον χώρο των απεριόριστων δυνατοτήτων και να τα δοκιμάσω. Ταυτόχρονα, κάνει ξεκάθαρη τη σχέση μας με τον θεατή ως προς το φαντασιακό πλαίσιο της παράστασης. Τον προετοιμάζει ότι θα δει κάτι που θα πρέπει να αφεθεί για να το εγκολπωθεί.

– Υπάρχει κάποιος διάλογος μεταξύ των δύο έργων, τόσο δραματουργικά όσο και από τη σκοπιά που τα προσεγγίζεις σκηνοθετικά;
Το κοινό μεταξύ της Αλίκης και του Πινόκιο είναι πως και τα δύο φιλτράρονται από τα μάτια ενός ήρωα ο οποίος ήρωας παρασύρεται σε μια σειρά από περιπέτειες και όχι σε μία πορεία προς κάποια προκαθορισμένη λύση (να σώσει την πριγκίπισσα, να γλυτώσει από τον κακό δράκο κλπ). Είναι σαν και τα δύο να αποτυπώνουν τη ρουτίνα της καθημερινότητας μέσα από ένα φαντασιακό ανακλαστήρα.
Ως προς τη σκηνοθετική προσέγγιση, διαφέρουν και συγκλίνουν ισόποσα. Διαφέρουν ως προς τη δομή (η Αλίκη βασιζόταν στην συνεχόμενη ρευστή ροή, ο Πινόκιο βασίζεται στη ρυθμική, διακοπτόμενη εναλλαγή καταστάσεων), ενώ συγκλίνουν ως προς την οπτική (και οι δύο παραστάσεις έχουν ως άξονα τη φθαρτότητα/θνητότητα και πιο βαθιές υπαρξιακές αναζητήσεις) και το χιούμορ.

– Εντοπίζει κανείς και στα δύο πρωτότυπα έργα, στοιχεία σουρεαλισμού και φαντασίας. Ποια είναι η θέση αυτών των στοιχείων στη σύγχρονη θεατρική πραγματικότητα;
Το σύγχρονο θέατρο, σε πολύ μεγάλο βαθμό, αναζητάει μια πιο αιχμηρή, πιο πολιτική αλήθεια. Θέτει σύγχρονα ερωτήματα, άμεσα, χωρίς πολλά φτιασίδια. Με αποτέλεσμα να αποδιώχνει τον σουρεαλισμό. Με γοητεύει η ρευστότητα του θεάτρου ως μέσο, η αέναη αλλαγή τάσεων, μέσων και τεχνικών. Ως μία Τέχνη, που επικοινωνείται μόνο κατά την εκτέλεσή της, οφείλει να εναλλάσεται διαρκώς ριζικά. Παρόλαυτα, πιστεύω πως δημιουργείται μία παρεξήγηση, πως για να ειπωθούν κάποια μείζονα σύγχρονα προβλήματα θεατρικά, θα πρέπει να ειπωθούν άμεσα, αφιλτράριστα, “χύμα”. Ο κύριος λόγος που μας έλκει η Τέχνη, είναι πως για μια στιγμή μπορεί να μας βγάλει από την καθημερινότητα, να μας ταξιδέψει σε ένα άλλο, ασυνείδητο μέρος του εγκεφάλου για να μας μεταφράσει την καθημερινότητα με έναν διαφορετικό τρόπο και να μας επιτρέψει επιστρέφοντας να την επαναδιαπραγματευτούμε εκ νέου. Όταν λέμε πως η Τέχνη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, αυτό πιστεύω πως εννοούμε στο βάθος, μια προσωπική εσωτερική αλλαγή, όχι μία συνειδητή στρατευμένη κινητοποίηση.

– Η δική σου ματιά και προσέγγιση στον «Πινόκιο» ποια είναι; Ποιες πτυχές επιδιώκεις να αναδείξεις στο έργο;
Βασικό στοιχείο της παράστασης είναι η έννοια της φθαρτότητας. Είναι σα να παρακολουθούμε τη δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ με θέμα τη φθαρτότητα και άξονα τον Πινόκιο. Ο Πινόκιο, στην επιδίωξή του να γίνει άνθρωπος, γνωρίζει καλά πως όταν θα εγκαταλείψει το ξύλινο φαντασιακό περίβλημα της κούκλας, θα πάψει να είναι αιωνίως ένα παιδί και θα μπει στη διαδικασία της φθοράς και άρα του θανάτου. Ο άνθρωπος ως υπέρβαση και ως σημείο πτώσης, είναι ο βασικός άξονας του έργου. Κάθε επί μέρους σκηνή όμως σε πρώτο επίπεδο, φωτίζει και μία διαφορετική πτυχή του έργου: την ειλικρίνεια/ψέμα, τη φήμη, τις απολαύσεις κ.ο.κ.

– Γιατί αξίζει να παρουσιαστεί αυτό το έργο σήμερα;
Η βασική ερώτηση για οποιοδήποτε έργο είναι το “πώς” αξίζει να παρουσιαστεί ένα έργο σήμερα. Όλα τα έργα ανά τους αιώνες βασίζονται στα βασικά ανθρώπινα ερωτήματα ή αναζητήσεις. Με την εποχή αλλάζει απλώς ο τρόπος που φιλτράρονται αμεσότερα στον αποδέκτη.

– (από το δελτίο τύπου της παράστασης) Σε ένα άρθρο του New Yorker ο αρθρογράφος Joshua Rothman αναρωτιέται: Are You The Same Person As You Were When You Were A Child (Είσαι Το Ίδιο Πρόσωπο Που Ήσουν Όταν Ήσουν Παιδί). Μια τόσο εύστοχη απορία που κατέληξε να γίνει υπότιτλος της παράστασης. – Θεωρείς, λοιπόν, πως σήμερα έχουμε «παραμελήσει» το εσωτερικό μας παιδί;
Το εσωτερικό μας παιδί παραμελείται σε όλες τις εποχές, όχι μόνο σήμερα. Και οφείλει να παραμελείται ως προς την άγνοια κινδύνου που έχει ένα παιδί, αλλά όχι ως προς την άγνοια δυνατοτήτων. Αυτό είναι που μας πάει πιο πίσω ως άτομα. Ότι σύντομα πιστεύουμε πως οι δυνατότητές μας είναι περιορισμένες και δεν μπορούμε πια να είμαστε ήρωες. Όσο μεγαλώνει αυτή η καμπύλη, η δημιουργικότητα και η εξέλιξή μας μειώνεται.
Αλλά ο υπότιτλος δεν έχει να κάνει μόνο με τη σχέση μας με τον ρομαντισμό της παιδικής εκδοχής μας, αλλά και και με τις αλλαγές ως προς τις εσωτερικές αναζητήσεις και τις μεταβολές που αυτές επιφέρουν.

– Ο Πινόκιο, ως ξύλινο παιδί, ήθελε πάντα να γίνει ένα «πραγματικό παιδί» σαν όλα τα άλλα. Είναι ο δικός σου Πινόκιο μια παράσταση για τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες και τα ανομολόγητα «θέλω»;
Είναι μάλλον μια παράσταση που εγείρει σκέψεις, προβληματισμούς και ωθεί σε μία επαναδιαπραγμάτευση των “θέλω” μας. Σε καμία περίπτωση στόχος δεν είναι να μιλήσουμε για το ανεκπλήρωτο όσο για το επιπωθούμενο.

– Τι είναι αυτό που θεώρησες ως τη μεγαλύτερή σου πρόκληση κατά την προετοιμασία της παράστασης;
Η παράσταση έχει μία πολύ ιδιόμορφη και πρωτότυπη δομή. Τρέχουν πολλές συνθήκες μαζί. Συνυπάρχουν πολλαπλά στρώματα “αλήθειας/αληθοφάνειας” αλλά ταυτόχρονα ο ρυθμός είναι πολύ αποσπασματικός. Η μεγαλύτερη πρόκληση ως εκ τούτου ήταν η ροή και η απαραίτητη ποσόστωση των ξεχωριστών αυτών “αληθειών”.

– Εσύ, πιστεύεις ότι είσαι το ίδιο πρόσωπο που ήσουν όταν ήσουν παιδί;
Παραδόξως, αναγνωρίζω σε μεγάλο βαθμό στοιχεία του παιδικού εαυτού μου. Μια πίστη στις πολλαπλές δυνατότητες, ένα “αψυχολόγητο” πείσμα, μία καλοπροαίρετη πίστη στον άνθρωπο. Αλλά και καλλιτεχνικά, δεν έχω χάσει ποτέ την παιδική αίσθηση μαγείας του θεάτρου, όσο κι αν έρχομαι όλο και περισσότερο σε επαφή με την πιο άσχημη πλευρά του. Από την άλλη είμαι και πολλά άλλα. Είμαι ένας πολύ διαφορετικός άνθρωπος. Έχω άλλες ανησυχίες, άγχη.
Αλλά συνολικά, γυρίζοντας και κοιτάζοντας προς τα πίσω, έχω την καθαρή αίσθηση μιας συνεχόμενης πορείας και όχι “κουτάκια” διαφορετικών Γρηγόρηδων ανά περίοδο.

Φωτογραφίες παράστασης: Φίλιππος Μαργαλιάς
Φωτογραφία Γρηγόρη Χατζάκη: Χρήστος Καπενής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.