Η Άποψή μας

Η Άποψή μας για την παράσταση «Γάμος» του Μάριου Ποντίκα στο Επί Κολωνώ

Γράφει η Μαρία Στασινοπούλου
26/01/23

«Ο Γάμος, Μάριος Ποντίκας : το δύστυχο κορίτσι με το όνομα Αφέντρα τι αφεντεύει, τι της ανήκει, αφού δεν μπορεί να ορίσει ούτε το σώμα της ούτε να διεκδικήσει τα θέλω της;»

Βρεθήκαμε στο θέατρο Επί Κολωνώ για να παρακολουθήσουμε το θεατρικό έργο Ο Γάμος του Μάριου Ποντίκα και δεν θα αρνηθούμε πως είχαμε τις επιφυλάξεις μας. Τι μπορεί να μας «πει» σήμερα ένα κείμενο που αναφέρεται στην απώλεια της τιμής μιας κοπέλας, στο «καθαρό μέτωπο» του πατέρα.

Ο Μάριος Ποντίκας δεν ευτύχησε να δει το συγκεκριμένο ανέβασμα, αφού έφυγε από τη ζωή μερικές μέρες πριν την πρεμιέρα. Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο Τέχνης το 1981 σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Οι κριτικοί της εποχής δεν ήταν θετικοί απέναντι στο έργο, αλλά κάποια κείμενα αντέχουν στο πέρασμα του χρόνου και καταφέρνουν να «μιλούν» ακόμα και στο σήμερα, όπου ο θεσμός της οικογένειας έχει χάσει την αξία του, όπου η βία έχει γίνει καθημερινότητα, όπου η Δικαιοσύνη έχει χάσει τον δρόμο της Αλήθειας.

Η Αφέντρα, ένα κορίτσι, μόλις δεκαέξι ετών, πανέμορφο, βιάζεται και ο βιαστής της δικάζεται. Σε αυτή τη δίκη απογυμνώνεται η πατριαρχική, ελληνική οικογένεια, αποδίδεται δικαιοσύνη με γνώμονα το οικονομικό κέρδος και για να κουκουλωθεί η αλήθεια στήνεται ένας γάμος-παρωδία. Και αναρωτιόμαστε αυτό το δύστυχο κορίτσι με το όνομα Αφέντρα (η Δέσποινα, η Κυρά) σε τι κυριαρχεί, τι της ανήκει, αφού δεν μπορεί να ορίσει ούτε το σώμα της ούτε να διεκδικήσει τα θέλω της.

Η Ελένη Σκότη αγκαλιάζει αυτό το πλάσμα με τα τσακισμένα φτερά και καταφέρνει να του δώσει φωνή. Επιλέγει νέους ηθοποιούς, «δουλεύει» μαζί τους και χτίζει από το μηδέν χαρακτήρες και προσωπικότητες. Επιλέγει ένας ηθοποιός να είναι ο αρραβωνιαστικός, οι μάρτυρες, ο γιατρός, ο δικαστής, ο βιαστής αφού δεν έχει σημασία το πρόσωπο, αλλά η υποκρισία όλων αυτών που θέλουν το καλό του κοριτσιού. Η ανήλικη Αφέντρα βιάστηκε μία φορά από τον εξαναγκασμένο να την αποκαταστήσει εικοσάχρονο νέο. Βιάζεται όμως, ξανά και ξανά από πατέρα και αδερφή που της οπλίζουν το χέρι της αυτοπυρπόλησης για να αποκατασταθεί η τιμή της οικογένειας. Βιάζεται από τον κοινωνικό περίγυρο, από τους δικαστές και τους δημοσιογράφους. Η μάνα προσπαθεί να αναλάβει κάποιο μερίδιο ευθύνης, δείχνει κάποια ελάχιστη συμπόνια, αλλά είναι αδύναμη για να φέρει την οποιαδήποτε αντίρρηση στον πατέρα-αφέντη. Η Σκότη καταδεικνύει πόσο κτηνώδες και γεμάτο υποκρισία είναι το κοινωνικό περιβάλλον εκείνης της εποχής, μόνο που δεν διαφέρει σε τίποτα από τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Η γυναίκα και σήμερα βιάζεται σωματικά και ψυχικά και δύσκολα δικαιώνεται.

Η νεαρή Μέγκυ Σούλι υποδύεται την Αφέντρα. Η διδασκαλία της Σκότη επέτρεψε στην ηθοποιό να σωματοποιήσει την εσωτερική οδύνη του ρόλου και να γίνει μία άμορφη μάζα που αρθρώνει μόνο μουγκρητά. Η Σούλι καταφέρνει να εκφράσει όλο τον πόνο και την απογοήτευση της Αφέντρας.

Ο Στέλιος Δημόπουλος είναι πραγματικά μία αποκάλυψη καθώς αναλαμβάνει όλους τους δευτερεύοντες ρόλους του έργου και δεν υστερεί σε κανέναν. Πετυχαίνει να βλέπουμε τον ρόλο και όχι τον ηθοποιό.

Η Αθανασία Κουρκάκη υποδύεται την αδερφή της Αφέντρας. Χαίρεται με το κακό που βρήκε την αδερφή της και προσπαθεί να επωφεληθεί από την όλη κατάσταση. Ενσαρκώνει μία γυναίκα μοχθηρή, υστερόβουλη, χωρίς ίχνος ανθρωπιάς. Δεν σέβεται ούτε τη μητέρα της και συμμαχεί με τον δυνατό του σπιτιού, τον πατέρα για να ωφεληθεί η ίδια. Η Κουρκάκη ενσαρκώνει με πάθος και χωρίς κανέναν ενδοιασμό μία άσπλαχνη αφέντρα.

Η Μαρία Κάτσενου δίνει ζωή στον ρόλο της μάνας. Μιλά όταν κρίνει πως πρέπει να μιλήσει αλλά είναι πια αργά. Τόσα χρόνια υπακοής και ξυλοδαρμού από τον άντρα της την έκαναν ένα αδύναμο πλάσμα που δεν μπορεί να προστατέψει ούτε την κακοποιημένη κόρη της ούτε τον εαυτό της.

Ο Ηλίας Βαλάσης έχει αποδείξει και στο παρελθόν το ταλέντο του. Στον ρόλο του πατέρα-αφέντη έχει συλλάβει πόσο κενός είναι ο συγκεκριμένος χαρακτήρας που μόνο επειδή είναι άντρας μπορεί να κάνει ότι θέλει στα μέλη της οικογένειάς του. Ο Βαλάσης δίνει έμφαση στη φαιδρότητα του χαρακτήρα και πλάθει έναν πατέρα άκαρδο, συμφεροντολόγο και ποταπό.

Ο Γιώργος Χατζηνικολάου, που υπογράφει τη σκηνογραφία της παράστασης επιλέγει ένα λιτό, αφαιρετικό σκηνικό που δυναμώνει τις ερμηνείες των ηθοποιών. Η Μαρία Αναματερού, η οποία φροντίζει ενδυματολογικά την παράσταση εστιάζει στην εποχή δράσης του έργου. Ο Αντώνης Παναγιωτόπουλος για μία ακόμη φορά κατορθώνει με τις διαφορετικές αποχρώσεις του μαύρου να «μιλήσει» για το σκοτάδι που κυριαρχεί στις ψυχές των ανθρώπων και της κοινωνίας ολόκληρης.

Τις όποιες επιφυλάξεις είχαμε όταν πήγαμε να δούμε τον Γάμο η παράσταση τις απομάκρυνε, καθώς η Ομάδα Νάμα έδωσε νέα πνοή στο κείμενο του Ποντίκα. Μένει πιστή στο αρχικό κείμενο, αλλά καταφέρνει να φωτογραφίσει χωρίς περιττά στολίδια τη σύγχρονη ελληνική καθημερινότητα στον απόηχο βιασμών και εκπόρνευσης ανηλίκων από το οικείο περιβάλλον τους, που σε κάποιες περιπτώσεις οι προαγωγοί είναι οι ίδιοι αυτοί που τα έφεραν στον κόσμο.

Περισσότερα για την παράσταση ΕΔΩ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.