Η Άποψή μας για την παράσταση “Η γραμμή σκιάς” του Joseph Conrad σε σκηνοθεσία Γιώργου Σίμωνα στο θέατρο Rabbithole
Γράφει η Κατερίνα Δημητρακοπούλου
14/04/25
«Όλα γίνονται σάμπως ο άνθρωπος να προετοιμάζεται ακατάπαυστα και εν αγνοία του για μια συνάντηση με κάτι που έρχεται πάντα έξωθεν να αναλάβει την υπόθεσή του τη στιγμή που όλα τα μέσα έχουν εξαντληθεί, λες και στέκει εκεί, στην εσχατιά των δυνατοτήτων, περιμένοντας να μπει σε κίνηση. Όπως ο μπάτης που έρχεται να σπάσει “το φράγμα της αποτρόπαιας ησυχίας”, τη στιγμή που κι ο τελευταίος άνδρας του πληρώματος έχει πέσει εξαντλημένος από τον τιτάνιο αγώνα του»
(Απόσπασμα από το οπισθόφυλλο του βιβλίου, εκδόσεις Ίνδικτος, Σεπτέμβριος 2006)
Η νουβέλα Η γραμμή σκιάς είναι ένα από τα μεταγενέστερα έργα του Joseph Conrad, την οποία έγραψε από τον Φεβρουάριο έως τον Δεκέμβριο του 1915. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες στα περιοδικά New York’s Metropolitan Magazine, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1916 και English Review, Σεπτέμβριος 1916-Μάρτιος 1917. Εκδόθηκε σε βιβλίο το 1917, στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Μάρτιο και στις Ηνωμένες Πολιτείες τον Απρίλιο. Η νουβέλα απεικονίζει την εξέλιξη ενός νεαρού άνδρα έως ότου ανέλαβε τη θέση του πλοιάρχου, με τη σκιώδη γραμμή του τίτλου να αντιπροσωπεύει το όριο αυτής της εξέλιξης. Ο πλήρης, τίτλος του έργου Η γραμμή σκιάς, μία εξομολόγηση ειδοποιεί αμέσως τον αναγνώστη για την αναδρομική φύση της αφήγησης. Η σύγκρουση μεταξύ του «νεαρού» πρωταγωνιστή (που δεν μαθαίνουμε ποτέ πως ονομάζεται) και του «γέρου» καθοδηγείται από τα υποβόσκοντα σημεία της νουβέλας, δηλαδή τη φύση, τη σοφία, την εμπειρία και την ωριμότητα. Το συγκεκριμένο έργο του Conrad θεωρείται ως μεταφορά του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεδομένου του χρόνου και των αναφορών του σε έναν μακρύ αγώνα και τη σημασία της συντροφικότητας. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι ο μεγαλύτερος γιος του Conrad, ο Μπόρις, τραυματίστηκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο κάποιοι παρατηρούν μία ισχυρή υπερφυσική επιρροή, αναφερόμενοι σε διάφορες πλοκές της νουβέλας, όπως το «φάντασμα» του προηγούμενου καπετάνιου που πιθανώς βρίζει το πλοίο και την τρέλα του πρώτου συντρόφου του κ. Μπερνς. Ο ίδιος ο Conrad, όμως, αρνήθηκε αυτή τη σύνδεση στο «Σημείωμα του συγγραφέα» (1920), ισχυριζόμενος ότι, αν και οι κριτικοί είχαν προσπαθήσει να δείξουν αυτή τη σύνδεση, «ο κόσμος των ζωντανών περιέχει αρκετά θαύματα και μυστήρια όπως είναι».
Ο Georges Franju γύρισε το 1973 την τηλεοπτική ταινία La ligne d’ombre βασισμένη στη νουβέλα και ο Andrzej Wajda έκανε την κινηματογραφική της μεταφορά το 1976 με τον τίτλο Smuga cienia.
Η πλοκή ακολουθεί μια κυκλική διαδρομή: ο νεαρός καπετάνιος ξεκινά από το Ανατολικό λιμάνι της Σιγκαπούρης και καταλήγει στο ίδιο μέρος. Το πρώτο ταξίδι του καπετάνιου ορίζεται αρνητικά από αυτό που δεν συμβαίνει: το πλοίο παραμένει ακίνητο σε μια ήρεμη θάλασσα μέσα από ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας. ο καπετάνιος δεν φέρνει την κινίνη που πιστεύει ότι θα σώσει τους άντρες του από την αρρώστια.
Η μετάφραση του Ξενοφώντα Κομνηνού βυθίζει τον αναγνώστη στην απύθμενη θάλασσα των ωκεανών και στα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής, η οποία γνωρίζει πως χωρίς αλληλεγγύη, σωτηρία δεν υπάρχει.
Ο Γιώργος Σίμωνας ενθουσιάζεται από την ανάγνωση της νουβέλας, όπως μας είναι ξεκάθαρο τόσο από τη διασκευή σε θεατρικό κείμενο, όσο και από την παράστασή της. Γνωρίζουμε ότι η δραματοποίηση ενός μυθιστορήματος δεν είναι κάτι εύκολο, αλλά ο Σίμωνας έκανε το καλύτερο που μπορούσε. Ως δραματουργός και σκηνοθέτης κρατά την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο είτε φυσική είτε ηχογραφημένη, δίνει έμφαση στην κινησιολογία, την ατμόσφαιρα, τα ηχητικά τοπία, χρησιμοποιεί τη μάσκα όπου κρίνει ότι χρειάζεται. Οι διάλογοι, όπου είναι απαραίτητοι, αποτελούν σεκάνς βωβού κινηματογράφου. Ο Σίμωνας καταφέρνει να πετύχει μία πολύ καλή δραματοποίηση και να αναδείξει την εσωτερική πάλη του πληρώματος, την άνιση μάχη με τα στοιχεία της φύσης. Στη σκηνή του θεάτρου οι ηθοποιοί βρίσκονται σε μία ακινησία γεμάτη κίνηση, φόβο και απειλή με τα όρια του χρόνου να έχουν χαθεί.
Ο πλοίαρχος Γιάννης Λεάκος ξεδιπλώνει με φυσικότητα την υποκριτική του τέχνη, καθώς η αισθαντική φωνή του σε ταξιδεύει μέσα στην ψυχή του χαρακτήρα που υποδύεται. Δίπλα του, σημαντικοί δορυφόροι οι Μιχάλης Ζαχαρίας, Δημήτρης Ντάσκας, Ιωάννα Σίσκου, Γεωργία Σωτηριανάκου και Γιώργος Τζαβάρας (αναφέρονται αλφαβητικά) δίνουν την εντύπωση έμπειρων, θαλασσοδαρμένων ναυτικών. Η σκηνογραφία των Γιώργου Σίμωνα, Socos δεν αρκείται να μετατρέψει τον σκηνικό χώρο σε πλοίο (πρύμνη, κατάστρωμα, «γέφυρα», κατάρτια, αμπάρι) αλλά να αποδώσει και τον ζόφο που επικρατεί στην «κουβέρτα» σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Σημαντική η αρωγή της ενδυματολόγου Γκέλυς Γκότση που φρόντισε τα ντύσει τους ηθοποιούς με τα κατάλληλα κοστούμια εποχής, η σχεδόν αποπνικτική ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι φωτισμοί των Γιώργου Βλαχονικολού και Ελεάννας Γιασεμή και η μουσική σύνθεση της Τώνιας Ράλλη που αφήνει τις νότες του πιάνου να μεταμορφώνονται σε αθέατους προστάτες των ναυτικών.
Η παράσταση αν και μικρή σε διάρκεια έχει πολλούς συμβολισμούς που αφήνουν μεγάλη ελευθερία σε συνειρμικές σκέψεις. Ο θεατής θα πρέπει να αφεθεί χωρίς κρατήματα σε μία ατμοσφαιρική ποιητική βραδιά χωρίς εντάσεις. Ο άνθρωπος καλείται να αντιμετωπίσει τον ίδιο του τον εαυτό, τις φοβίες του, τα στοιχεία της φύσης. Η αλληλοβοήθεια και υποστήριξη μπορεί να δώσει αίσιο τέλος. Μετά από έναν αιώνα και, από τότε που γράφτηκε η νουβέλα συνεχίζουμε να βιώνουμε τον αφανισμό του ανθρώπου, την καταστροφή, τη βία με τη διαφορά ότι η αλληλεγγύη του συγγραφέα είναι σχεδόν ανύπαρκτη και η κλιματική αλλαγή είναι πιο επικίνδυνη από ποτέ.