Η Άποψή μας

Η Άποψή μας για την παράσταση “Η Καρυάτιδα!” του Γιώργου Καπουτζίδη σε σκηνοθεσία Κατερίνας Μαυρογεώργη

Γράφει η Στεφανία Τσουπάκη
08/04/25

Με την «Καρυάτιδα» ο Γιώργος Καπουτζίδης αρπάζει την ευκαιρία για να μιλήσει για την Ελλάδα. Την Ελλάδα της χαμένης αίγλης την Ελλάδα του δήθεν, της λαμογιάς, του κουκουλώματος. Αναρωτιέσαι αν υπάρχει διαφυγή απ’όλο αυτό. Φυσικά και υπάρχει. Οι καλοί Έλληνες δεν λείπουν, είναι εκεί … παρόντες. Μόνο που θυσιάζονται χαλαρά, στο βωμό της εξουσίας.

Πολυαναμενόμενη η κατακαίνουργια θεατρική δουλειά του Γιώργου Καπουτζίδη μπήκε από πολύ νωρις στο ψυχοφθόρο, για το θεατή εννοείται!, στάτους του sold out και γιατί το όνομα Καπουτζίδης από μόνο του είναι εγγύηση ποιότητας αλλά και γιατί τα πρώτα νέα έτρεξαν γρήγορα: Παράσταση δυνατή, ανελέητη και άχαστη!

Μια ακόμα αναφορά στις κόρες από τις Καρυές, τα μαρμάρινα κορίτσια του Αλκαμένη, μόνο που τώρα η έκτη, η φέιμους ξενιτεμένη, έχει επιστρέψει στα πάτρια χώματα κι ετοιμάζεται να πρωτοπαρουσιαστεί στον ελληνικό λαό με την λαμπρότητα που της ταιριάζει. Τα ελληνικά Μάρμαρα στο βρετανικό μουσείο, υπήρξαν για δεκαετίες το Ιερό Δισκοπότηρο των κυβερνήσεων, η βαρειά υπόσχεση σε μια χώρα που μονίμως αναζητά ερείσματα μεγαλείου στο λαμπρό παρελθόν της. Και να που η έκτη Καρυάτιδα, το πιο «προσωποποιημένο» απ’αυτά τα κλεμμένα αριστουργήματα, βρίσκεται στο γραφείο της Υπουργού Πολιτισμού, μια ώρα προτού τα φλας την λούσουν κι οι άνθρωποι της εξουσίας την αποθεώσουν με τα λογίδριά τους και φωτογραφηθούν δίπλα της κλέβοντας λίγη από την αίγλη της.

Απ’την είσοδο κιόλας του θεατή στην σκηνή «Ελένη Παπαδάκη» του Εθνικού, η Καρυάτιδα είναι εκεί … υποφωτισμένη μέσα στο σκοτεινό γραφείο και τον περιμένει υπομονετικά. Να βρει τη θέση του, να καθίσει, να κοιταχτούν, να βγει το κινητό για την απαθανάτιση. Τους ξέρει τους Έλληνες. Κι έπειτα… το τελευταίο κουδούνι χτυπά, το γραφείο φωτίζεται κι η υπουργός Πολιτισμού Αλεξάνδρα Βελλή εισβάλλει στον χώρο.

Από το προβάρισμα του λόγου που την απασχολεί στην έναρξη μέχρι το τέλος, αφού έχει περάσει από άπειρες συμπληγάδες, … εκεί, μέσα στο ίδιο γραφείο η γυναίκα αυτή θα μας δείξει διεξοδικά το πως ένα ολέθριο λάθος που απειλεί να καταστρέψει πολιτικές καριέρες και να αμαυρώσει προσωπικότητες, μπορεί να συγκαλυφθεί με μια σειρά έκνομων διορθωτικών κινήσεων, πέρα από ηθικούς φραγμούς κι αναστολές.

Αυτή είναι η κεντρική ιδέα. Από το γραφείο της Υπουργού (Αγορίτσα Οικονόμου) θα περάσει ο κυβερνητικός εταίρος Σιδέρης με τον οποίο έχει πολιτική συγγένεια (Δρόσος Σκώτης), ο πρωθυπουργός της χώρας (Στέλιος Ξανθουδάκης) και η άγρυπνη εξ απορρήτων του Μαριέττα (Μαρία Φιλίνη), η γραμματέας της Βιολέτα ή Νάνσυ (Ασημίνα Αναστασοπούλου), ο βοηθός και σύμβουλός της Παναγιώτης (Μιχάλης Πανάδης) κι ο Γιώργος (Σωτήρης Μανίκας), ένας street artist που έχει βγει για το μεροκάματο τη συγκεκριμένη μέρα της φιέστας.

Ο καθένας τους ένας τύπος ανθρώπου χαρακτηριστικός κι όλοι μαζί η Ελλάδα του σήμερα με την κουτοπονηριά της, την κενότητά της και τη δηθενιά της από τη μία κι από την άλλη με το δίκιο να την πνίγει, τις ευαισθησίες της και τα αγνά όνειρά της. Οι επτά χαρακτήρες θα βρεθούν σε μια ακούσια απομόνωση εκείνη τη γιορτινή μέρα με τη φωνή του Αλέξη Κωστάλα σε μεγάφωνο, να μετρά ανάποδα το χρόνο τους.

Όλα τα κοινωνικά φαινόμενα της εποχής μνημονεύονται: το Google ως λύση δια πάσαν νόσον, η ακροδεξιά γραφικότητα, η εγγύηση «Παίσιος» σ ένα λόγο δεξιού πολιτικού, η ημιμάθεια που μασκαρεύεται με θράσος σε γνώση, οι κάμερες ως νέοι από μηχανής θεοί, οι εξωφρενικές τηλεπωλήσεις, οι αξιοθρήνητες πολιτικές κολλεγιές … είναι μερικά απ’τα λάιτ φαινόμενα που σατιρίζονται. Αλλά ακόμα πιο σημαντικές είναι οι αναφορές στο Μetoo, στα ομόφυλα ζευγάρια και τις οικογένειες που δημιουργούν, στην αναξιοκρατία, στο ρατσισμό, στην οικολογική συνείδηση, στους φαύλους πολιτικούς που θυσιάζουν τα πάντα για να παραμείνουν στη θέση τους.

Ο Καπουτζίδης κινείται σταθερά πάνω στην σουρεάλ κεντρική ιδέα αλλά με όπλο την πένα του αποφασίζει να εξερευνήσει κι άλλες ατραπούς όπου θα συναντήσει τους ήρωές του και κυρίως τους «καλούς», σε στιγμές της ιδιωτικής τους ζωής. Μοιάζει σαν να θέλει να μας τους γνωρίσει λίγο παραπάνω για να καταλάβουμε ότι σ αυτόν τον παρανοικό και βαθειά ανάλγητο κόσμο υπάρχουν άνθρωποι με υγιές συναίσθημα που ονειρεύονται και διεκδικούν πράγματα απλά και ανεκτίμητα. Αυτούς τους ανθρώπους μας προτρέπει ν αγαπήσουμε και να προστατέψουμε, σαν πράξη επαναστατική των καιρών μας.

Όλα (ή σχεδόν όλα) με χιούμορ. Η σκηνοθέτης Κατερίνα Μαυρογεώργη είναι νέα αλλά έχει ήδη διανύσει τη σημαντική διαδρομή της σαν ηθοποιός, δραματουργός και σκηνοθέτης. Πρώτη φορά στο Εθνικό, οργάνωσε τη σκηνική δράση κατά τέτοιον τρόπο που ο χιουμοριστικός λόγος του Καπουτζίδη πότε νευρικός, πότε αιχμηρός, πότε παιχνιδιάρικος και πότε τρυφερός να συνδυάζεται με την ωραία κίνηση της Σοφίας Πάσχου. Εχει σκηνοθετήσει με κέφι, άλλωστε η ίδια είναι ένας άνθρωπος που ξεχειλίζει από ενέργεια, οι ηθοποιοί παίζουν με ωραίο συντονισμό, φυσικά κι ίσως να έχουν κι ένα περιθώριο αυτοσχεδιασμού. Ο ρυθμός είναι γρήγορος, οι ατάκες διαδέχονται καταιγιστικά η μία την άλλη ο θεατής δεν σταματά να γελά … υπάρχει όμως κι ένα «αλλά». Σε μια καθαρόαιμη σατιρική κωμωδία σαν αυτή μια σκιά θλίψης απλώνεται αργά, προς το τέλος. Κι εκεί λέω μεγάλο μπράβο στην Μαυρογεώργη γιατί ακόμα κι αυτό το ανατρεπτικό τέλος που μας άγχωσε φρόντισε όσο περισσότερο γινόταν να το περάσει με τρυφερότητα μεσα απ τους διαλόγους των δυο νέων, της Βιολέτας και του Γιώργου που προηγήθηκαν αλλά και την αυτοκριτική της Μαριέττας που ακολούθησε.

Να πούμε για το καστ ότι έχουν δέσει υπέροχα και προσφέρουν πηγαίο γέλιο με προεξέχοντες την απολαυστική Αγορίτσα Οικονόμου και τον Δρόσο Σκώτη που ξετυλίγουν γενναιόδωρα το κωμικό τους ταλέντο, την Μαρία Φιλίνη να ενσαρκώνει την αφοσιωμένη και πολυμήχανη σύμβουλο που δεν χαρίζεται ούτε καν στον εαυτό της. Μου άρεσε πολύ κι ο ακέραιος Παναγιώτης του Μιχάλη Πανάδη που δραπετεύει την κατάλληλη στιγμή από τα «πρέπει» για να συναντήσει την αλήθεια και τα «θέλω» του». Οι «καλοί» Ασημίνα Αναστασοπούλου και Σωτήρης Μανίκας και, στον αντίποδα ο «κακός» Στέλιος Ξανθουδάκης ερμηνεύουν εξίσου υπέροχα και εύκολα γεννούν στο θεατή το σωστό συναίσθημα.

Την συγκεκριμένη εποχή που ανεβαίνει η Καρυάτιδα μπορούμε να πούμε ότι χτυπάει φλέβα μ όλη την ευαισθητοποίηση του κόσμου γύρω από το θέμα της αλήθειας και της κατασκευασμένης πραγματικότητας. Η μυθοπλασία του Καπουτζίδη σε βάζει σε σκέψεις, σε ωθεί σε ερμηνείες κι οι χαριτωμένες υπερβολές του ίσως τελικά να μην σου φανούν και τόσο υπερβολές.
Να το δείτε και να το ευχαριστηθείτε.

Υ.Γ. Αν κάποια λονδρέζικη εταιρία παραγωγής ζητούσε απ τον Γ.Κ. τα δικαιώματα του συγκεκριμένου έργου, αναρωτιέμαι … θα τα έδινε ?

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.