Η Άποψή μας

Η Άποψή μας για την παράσταση “Η κυρία Κλάιν” του Νίκολας Ράιτ στο Θέατρο Αργώ

Γράφει η Κατερίνα Δημητρακοπούλου
17/10/22

«Θέλεις την αλήθεια; Καλά λοιπόν. Εσύ ενθαρρύνεις τους ασθενείς σου. Όταν κλαίνε τους αγκαλιάζεις. Και τους λες ότι τα σύννεφά τους έχουν ασημένιες φόδρες και τους δίνεις συμβουλές για τη ζωή. Τί μπορούν να μάθουν απ’ αυτά για τον εαυτό τους; Το μόνο που μαθαίνουν είναι ότι είσαι καλή μαζί τους, που ουσιαστικά δεν είσαι. Είσαι εντελώς καταστροφική.» Η Κυρία Κλάιν μας συστήνεται στο θέατρο Αργώ.

O Nicholas Wright γράφει το έργο Mrs Klein το 1988, το οποίο παρουσιάζεται στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας σε σκηνοθεσία Peter Gill με μεγάλη επιτυχία και δεν αργεί να κερδίσει και την Ευρώπη. Το Θέατρο Εξαρχείων συστήνει την Κυρία Κλάιν στο αθηναϊκό κοινό το 2002 σε σκηνοθεσία Τάκη Βουτέρη με την Ελένη Χατζηαργύρη στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ο συγγραφέας είχε αρχίσει να «δουλεύει» το συγκεκριμένο έργο από το 1985, όταν διάβασε τη βιογραφία της Melani Klein της Phyllis Grosskurth και στη συνέχεια μελέτησε πολλά βιβλία σχετικά με την ψυχανάλυση. Η Klein ανέλυσε τι συμβαίνει στον ψυχισμό του βρέφους και του παιδιού σε σχέση με τα βιώματα, κυρίως τη συναισθηματική σχέση με τη μητέρα που είναι και η κύρια αιτία διαμόρφωσης του συναισθηματικού κόσμου του ενήλικα ανθρώπου.

Στο έργο η σχέση μητέρας-κόρης είναι το βασικό θέμα, η μία αποτελεί αντικατοπτρισμό της άλλης. Δεν καταφέρνουν να συνυπάρξουν, να κατανοήσουν η μία την άλλη. Η κόρη γίνεται καλύτερη από τη μητέρα, αλλά καμία από τις δύο δεν νικά το μίσος που τρέφει η μία για την άλλη. Εμφανίζεται μία νέα «κόρη», υπάκουη και «ανοιχτή», η οποία δείχνει να εμπιστεύεται απόλυτα τη «νέα μητέρα» της.

Ο Wright στήνει την πλοκή του έργου πάνω στην αυτοκτονία του αγαπημένου της γιου της κυρίας Κλάιν, αν και αποδεικνύεται στο τέλος πως η αιτία θανάτου του είναι διαφορετική. Η μητέρα δεν πενθεί επειδή έχασε το παιδί της, αλλά, επειδή δεν είχε τον απόλυτο έλεγχο της ζωής του• δεν γνώριζε την ύπαρξη της άλλης γυναίκας.

Ο Wright αφηγείται την ανασφάλεια του ατόμου, την αγωνία του για το άγνωστο, τον αβάσταχτο πόνο της απώλειας. Η δύναμη του τυχαίου και η αδυναμία κατανόησης του από την ανθρώπινη ύπαρξη, την οδηγούν να επιλέξει τη δική της εικονική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που σκοτάδι και φαντάσματα θα είναι οι μόνιμοι κάτοικοι της.

Η Χρύσα Καψούλη αποκρυπτογραφεί τον εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων στήνοντας ένα γαϊτανάκι από τραυματικές εμπειρίες, πετυχαίνοντας να «καθρεφτίσει» στα πρόσωπα των Μέλανι, Μελίτα και Πόλα, τα βιώματα του παρελθόντος που τις έχουν οδηγήσει σε αδιέξοδο. Σημαντική είναι η βοήθεια που έχει η σκηνοθέτις από την καλοδουλεμένη μετάφραση της Έλσης Σακελλαρίδου που επιτρέπει στον λόγο να ρέει, κρατώντας στο έπακρο το ύφος του αγγλικού κειμένου, επιστημονική θεωρία, κοινωνική θέση, ψυχική φόρτιση.

Η Αιμιλία Υψηλάντη είναι η μητέρα, ψυχρή και απόμακρη, η οποία υιοθετεί μία αριστοκρατική στάση σαν να είναι δεύτερη φύση της, το επιτρέπει άλλωστε και η προσωπικότητά της, αντιμετωπίζει με ευγένεια την κόρη και τη «νέα» κόρη. Αποδίδει στο σανίδι την ψυχαναλύτρια με έντονη πνευματικότητα, ελάχιστες δόσεις ευαισθησίας και πλάθει τον ρόλο της κυρίας Κλάιν δίνοντας έμφαση στην πολυσύνθετη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης.

Η Νατάσα Καλογρίδη είναι η κόρη, δυναμική γυναίκα αλλά και απογοητευμένη παιδούλα. Μάταια προσπαθεί να χαλιναγωγήσει το μίσος για τη μητέρα. Η όλη της στάση είναι μία πάλη προσπάθειας και κατανόησης τόσο του εαυτού της όσο και της προσωπικότητας της μητέρας της. Η Καλογρίδη μας προσφέρει μία αισθαντική και λιτή ερμηνεία κρατώντας μία «απόσταση» από τον ρόλο. Μας δίνει την εντύπωση πως περισσότερο τον «παρατηρεί» παρά τον «ερμηνεύει».

Η Σάρα Εσκενάζη είναι η Πόλα, η «νέα» κόρη, η οποία προσπαθεί να επουλώσει τα τραύματα της παιδικής της ηλικίας και να ολοκληρωθεί σαν προσωπικότητα. Η Εσκενάζη έχει καταφέρει να διεισδύσει στον ψυχισμό του ρόλου και να «γίνει» ο ρόλος. Χρησιμοποιεί όλα τα εκφραστικά της μέσα με επιτυχία.

Διακρίνουμε μία άψογη συνεργασία ανάμεσα στη σκηνογράφο Μελίνα Αναλυτή και τον ενδυματολόγο Σπύρο Γκέκα οι οποίοι καταφέρνουν να δώσουν ξεκάθαρα τον χρόνο και τον τόπο δράσης του έργου, άνοιξη του 1934 στο Λονδίνο.

Αναμφισβήτητα πρόκειται για ένα δύσκολο εγχείρημα καθώς έχουν γραφτεί τόμοι ολόκληροι για την ανθρώπινη φύση, και ιδιαίτερα για τα βιώματα της παιδικής ηλικίας και ίσως κάποιοι από εμάς να λάβουν απάντηση στο ερώτημα «γιατί χάνεται το παιδί από μέσα μας, μεγαλώνοντας». Είναι μεγάλο ευτύχημα για τον θεατή που θα επιλέξει να δει τη συγκεκριμένη παράσταση, όχι μόνο επειδή οι τρεις ηθοποιοί ζωντανεύουν τους ρόλους τους φωτίζοντας τα σκοτάδια που κουβαλάει η καθεμία με μαεστρία, αλλά επειδή υπάρχει και μεταξύ τους αυτό που αποκαλείται «χημεία». Καλή σας θέαση!

Περισσότερα για την παράσταση ΕΔΩ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.