Η Άποψή μας για την παράσταση “Η μάνα αυτουνού, Έλλη Ζάχου Ταχτσή” της Κικής Μαυρίδου
Γράφει η Στεφανία Τσουπάκη
22/04/24
«Αυτός» είναι ο Κώστας Ταχτσής. Η λέξη «αυτουνού» έρχεται απ’τους κόσμους που μεγάλωσε κι αργότερα «ζωγράφισε» στα μυθιστορήματά του. Κόσμοι κατοικημένοι από ανθρώπους με στενούς ορίζοντες, έτοιμους πάντα να κρίνουν, να δικάσουν, να υποδείξουν το «σωστό» και «φυσιολογικό». Η φύση που λίγο ενδιαφέρεται για τους ανθρώπινους νόμους και κανόνες μπαίνει στο στόχαστρό τους, πασχίζουν να τη φιμώσουν, την μεταφράζουν κατά το δοκούν. Αυτή την εχθρική κοινωνία πρωτογνώρισε ο «διαφορετικός» Ταχτσής. Κι η μάνα του ήταν εκεί όχι για να τον προστατέψει αλλά για να του επιτείνει το μαρτύριο.
Η Έλλη Ζάχου σταμάτησε απότομα νά’ναι παιδί όταν η πατρική οικογένεια διαλύθηκε κι εν συνεχεία την πάντρεψαν στα 16 μ’ έναν άντρα όχι μόνον μεγαλύτερο αλλά και εντελώς ακατάλληλο. Η Έλλη ήταν ανυπότακτη και διεκδικητική αλλά η ζωή δεν την άφησε να χαρεί την, σπάνια για την εποχή, γυναικεία της προσωπικότητα. Ο θάνατος του πρωτότοκου παιδιού, η ανέχεια, η κακοποίηση ήρθαν πετραδάκι πετραδάκι να σκληρύνουν την καρδιά της όμορφης νεαρής γυναίκας, στην ταραγμένη Θεσσαλονίκη της προσφυγιάς του περασμένου αιώνα. Δεν ήταν δύσκολο να μεταμορφωθεί σιγά σιγά σ ένα αγρίμι σε διαρκή αγώνα επιβίωσης και σε συνεχή άμυνα απέναντι στους ανθρώπους. Δύο παιδιά ακόμη γεννήθηκαν απ’τον αποτυχημένο γάμο της . Το ένα, το αγόρι, έγινε ένας μεγάλος συγγραφέας της μεταπολεμικής Ελλάδας. Αυτό του αναγνώρισε μόνο. Δεν τον αποδέχτηκε για τίποτε άλλο.
Η Ράνια Σχίζα πήρε το υπέροχο κείμενο της Κικής Μαυρίδου και του έδωσε σάρκα, οστά, πνοή. Η Έλλη της, καθισμένη σ ένα μπαούλο κι έχοντας απέναντι της χιλιάδες μάτια να την κοιτούν απ’το 2022 ως τώρα, λέει και ξαναλέει την ιστορία της. Με φωνή ζωηρή, ένα αεικίνητο βλέμμα και μια τεράστια εκφραστική γκάμα μας βάζει στο κλίμα της εποχής και μας περιγράφει την περιπετειώδη ζωή της. Γίνεται ξανά το ανέμελο μικρό παιδί, το ονειροπόλο κορίτσι, η σκληραγωγημένη γυναίκα με την κρυμμένη ελπίδα, για να καταλήξει η ώριμη ενήλικη που δεν τρέφει πια καμία ψευδαίσθηση. Μιλά χωρίς διάθεση εξωραισμού των πραγμάτων μόνο με κάτι δειλές απόπειρες να δικαιολογηθεί, κάποιες φορές. Ματαιώσεις απογοητεύσεις, απωθημένα και συνεχείς επανεκκινήσεις την έκαναν κακοποιητική, σχεδόν τυραννική απέναντι στο μικρό της γιό μέχρι που χωρίστηκαν, όταν τον έστειλε να ζήσει με τη γιαγιά του, στην Αθήνα.
Θαύμασα την υποκριτική ικανότητα της Ράνιας Σχίζα. Η αλήθεια είναι ότι ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Λάσκαρης έδωσε μια κατεύθυνση πολύ διακριτική στην απόδοση του κειμένου γιατί από μόνο του είναι πολύ δυνατό. Ο μονόλογος, ξεκινά με απίστευτη ζωηράδα είναι γλαφυρός και περιγραφικός σιγά σιγά όμως οι τόνοι πέφτουν, όπως και στην πραγματική ζωή, με το πέρασμα του χρόνου. Η ώρα του «ταμείου» είναι πάντα οδυνηρή όταν έχουν προηγηθεί τόσο μεγάλες συναισθηματικές αναταράξεις και τόσες επιθυμίες έχουνε μείνει ανεκπλήρωτες. Η Σχίζα πέρασε υπέροχα απ’το δυναμισμό στην συντριβή και την μεταμέλεια. Κάθε φορά που τα φώτα χαμήλωναν ένας καινούργιο κύμα θλίψης ετοιμαζόταν να την συναντήσει μέσα απ’τις αναμνήσεις της.
Η off voice φωνή του γιού (Νίκος Καραθάνος) να ανακαλεί επίσης το βαθύ τραύμα του, ήταν ό’τι πιο συγκινητικό. Ο συγγραφέας έχει φύγει από καιρό, πάντα όμως θα θυμόμαστε το τραγικό τέλος του. Τώρα πια γνωρίζουμε ότι η απαξίωση, η μη αποδοχή κι οι λάθος συμπεριφορές απ τον πιο κοντινό του άνθρωπο, τη μάνα του, τον είχαν σημαδέψει εξαρχής.
Η παράσταση, που παίζεται ήδη ενάμιση χρόνο, συνεχίζεται στο θέατρο Εν Αθήναις .
Προτείνω να την δείτε γιατί είναι εξαιρετικό θέατρο. Το χειροκρότημα που περιμένει την συγκινημένη Ράνια Σχίζα στο τέλος, είναι πολύ, θερμό και της αξίζει εκατό τοις εκατό.