Η Άποψή μας

Η Άποψή μας για την παράσταση “Η Μητέρα του Σκύλου” του Παύλου Μάτεσι σε σκηνοθεσία Κώστα Γάκη στο θέατρο Ακροπόλ

Γράφει η Κατερίνα Δημητρακοπούλου
09/04/25

Το μυθιστόρημα του Παύλου Μάτεσι (Δίβρη Ηλείας, 12 Ιανουαρίου 1933 – Αθήνα, 20 Ιανουαρίου 2013) εκδόθηκε το 1990 και μέχρι σήμερα θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά έργα της ελληνικής λογοτεχνίας. Το 2008 ο Τσέχος συγγραφέας Πάβελ Κόχουτ διασκεύασε το βιβλίο με την άδεια του Μάτεσι και το σκηνοθέτησε στην Πράγα. Βραβευμένο και πολυμεταφρασμένο έγινε θεατρικό έργο από τον ίδιο τον συγγραφέα το 2011 και η «Ραραού» ανεβαίνει στο σανίδι σε σκηνοθεσία Νικίτα Μιλιβόγεβιτς στο Εθνικό Θέατρο με τη Θέμιδα Μπαζάκα στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Το 2015 ο Σταύρος Τσακίρης διασκευάζει και σκηνοθετεί το μυθιστόρημα του Μάτεσι με τη Δήμητρα Χατούπη να ερμηνεύει την κεντρική ηρωΐδα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Το 2022 η Χριστίνα Ματθαίου σε διασκευή Θεοδώρας Καπράλου σκηνοθετεί τη Μαρία Καβογιάννη στο Θέατρο Ιλίσια. Τον Ιανουάριο του 2024 η Καλλιτεχνική Σκηνή Ηπείρου «Σύνθεση» παρουσίασε το έργο σε μορφή θεατρικού μονολόγου σε σκηνική προσαρμογή και ερμηνεία της Ελευθερίας Πανταζή και σκηνοθεσία Γιώργου Νάκου. Στο θέατρο Ακροπόλ οι Υρώ Μανέ και Κατερίνα Γιαννάκου διασκευάζουν το μυθιστόρημα σεβόμενες το ύφος και το ήθος του συγγραφέα, αφήνουν το πικρό χιούμορ και τον σαρκασμό να συμπορεύονται και με γλώσσα που θυμίζει έντονα την χωριάτικη καταγωγή της βασανισμένης φιγούρας που στέκεται στο μεταίχμιο αλήθειας και φαντασίας.

Η Ραραού, Ρουμπίνη Μέσκαρη γράφει η ταυτότητά της αλλά εκείνη προτιμά το Ραραού, ξεκαθαρίζει ποια θέλει να είναι από την αρχή: «Λέγε με Ραραού καλύτερα. Ρουμπίνη είναι το βαφτιστικό μου, πλην ουσιαστικώς βαφτίστηκα Ραραού, όταν βγήκα στο θέατρο και με αυτό το όνομα έφτασα όπου έφτασα και στο βιβλιάριο ΙΚΑ έχω προσθέσει “δεσποινίς Ραραού, ηθοποιός”, έτσι θα με γράψουν στον επιτύμβιό μου. Τη Ρουμπίνη την έχω διαγράψει». Όλη της η ζωή μία καθημερινή μάχη για την επιβίωση. Σαν την Ελλάδα που μάχεται, που ότι κερδίζει με κόπο και πόνο, το χάνει ξανά και ξανά, που συνεχίζει με την κρυφή ελπίδα πως κάτι θα αλλάξει και θα βγει στο αληθινό φως. Στη συνεδρία της με τον ψυχίατρο χάνεται στις αναμνήσεις από τα παιδικά της χρόνια που στιγματίστηκαν από τη διαπόμπευση της μητέρας, στη νέα ζωή στην Αθήνα, στις περιοδείες με τα μπουλούκια. Κατοχή, Απελευθέρωση, Αντίσταση μαζί με το έθνος που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του, μαζί και εκείνη, η «μεγάλη φίρμα της επιθεώρησης» δεν σκύβει το κεφάλι, αλλά παλεύει για να ζήσει με αξιοπρέπεια. Έχει νοιώσει στο πετσί της πως η κοινωνική ανέλιξη έχει πολύ μεγάλο κόστος.

Η σκηνοθεσία του Κώστα Γάκη αφήνει τη Ραραού να ζήσει την εμπειρία του θεάτρου μέσα από τις περιοδείες των μπουλουκιών. Παρόλο που στήνει μία παράσταση με επίκεντρο τη βασανισμένη γυναίκα διδάσκει και τον υπόλοιπο θίασο έτσι ώστε να μην υστερήσει κανείς στην ερμηνεία του ρόλου ή των ρόλων του. Σε καίρια σημεία αφήνει το χιούμορ και τα τραγούδια να ευθυμήσουν τον θεατή κρατώντας, όμως, το «σκοτάδι» και τον πόνο του έργου. Ο σκηνοθέτης δίνει ανάσα και πνοή ελπίδας σε μία ταλανισμένη ψυχή, έναν τόνο αισιοδοξίας στη βασανισμένη Ραραού. Το μυαλό της κατακερματίστηκε από όλα τα δεινά που αποτελούν την προίκα και τις αποσκευές της στο ταξίδι της ζωής. Ο Γάκης έδωσε βάρος στο συναίσθημα, κράτησε την ισορροπία στην κοινωνικοπολιτική κατάσταση της Ελλάδας που ακόμα πληρώνει τα λάθη όχι μόνο του παρελθόντος αλλά και του παρόντος.

Η Υρώ Μανέ υποδύεται τη Ραραού με μπρίο και κέφι, χάνεται στις αναμνήσεις της, δίνει πραγματική μάχη για να επουλώσει τις πληγές και βλέπεις τα μάτια της να θολώνουν, έτοιμα να ξεσπάσουν σε κλάματα, όταν θυμάται τις άσχημες στιγμές του παρελθόντος. Τότε, αυτοσαρκάζεται και ξανά «προς τη δόξα τραβά» χωρίς να γίνει μελοδραματική. Η Ειρήνη Θεοδωράκη, η μικρή Ρουμπίνη, δημιουργεί μία γλυκύτατη, ανέμελη παιδούλα με όνειρα. Η Νικόλ Δημητρακοπούλου ως Ασημίνα, μητέρα της Ρουμπίνης-Ραραού, η οποία αναγκάζεται να έχει ερωτική σχέση με έναν Ιταλό στρατιώτη και διαπομπεύεται μετά το τέλος του πολέμου, εκφράζει την ψυχική της οδύνη με ειλικρίνεια. Η Φωτεινή Ντεμίρη αλλάζει ρόλους δίνοντας ξεχωριστή προσωπικότητα σε κάθε χαρακτήρα που ερμηνεύει. Ο Λεωνίδας Κακούρης είναι ο σοβαρός ψυχίατρος που συζητά με τη Ραραού με απλότητα και μαλακή φωνή, συμπονετικός, αλλά και ο λιποτάκτης πατέρας που έχει νέα οικογένεια. Ο Νίκος Ορφανός είναι πειστικός στον ρόλο του σακάτη στρατιώτη τον οποίο υποδύεται με έντονη παιγνιώδη διάθεση. Ο Σπύρος Μπιμπίλας μεταμορφώνεται με πραγματική μαεστρία σε παπά, θεατρώνη, βουλευτή. Οι ερμηνείες των υπόλοιπων ηθοποιών: Κωνσταντίνου Αρνόκουρου, Γιάννη Βασιλώτου, Στεφανίας Καλομοίρη, Νατάσας-Φαίης Κοσμίδου, Σύνθιας Μπατσή και Γιώργη Παρταλίδη στέκονται επάξια στο πλευρό των πρωταγωνιστών και η παρουσία τους στηρίζει την πλοκή του έργου δυναμικά.

Η χορογράφος Φαίδρα Νταϊόγλου δημιουργεί αρμονικά μοτίβα που αναβιώνουν το πνεύμα της εποχής και τα οποία συνεργάζονται άψογα με τις μουσικές επιλογές και τραγούδια του Σταμάτη Κραουνάκη. Οι μουσικοί επί σκηνής: Δημήτρης Κίκλης, Γρηγόρης Λάζογλου και Έκτορας Ρέμσακ αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ονειροφαντασίας που ζει η Ραραού. Η σκηνογραφία της Άσης Δημητρολοπούλου απλή και λειτουργική εναρμονίζει τη ζωή στο χωριό και στην πόλη με τις υπαίθριες σκηνές των μπουλουκιών και τα γραφεία των ψυχιάτρου και βουλευτή. Τα κοστούμια της Χαράς Τσουβαλά αποτυπώνουν εύστοχα τόσο την κοινωνική θέση όσο και την οικονομική κατάσταση των χαρακτήρων. Η ενδυματολόγος φροντίζει η Ραραού να κλέβει την παράσταση με την εμφάνισή της. Οι φωτισμοί του Περικλή Μαθιέλλη βοηθούν στο να είναι ξεκάθαρη η χρονική πορεία των γεγονότων και οι εκλάμψεις που βιώνει η Ραραού όταν χάνεται στις μνήμες του παρελθόντος.

Στη σκηνή του θεάτρου Ακροπόλ, η Ραραού μας πήρε από το χέρι και μας ταξίδεψε στην ελληνική επαρχία την περίοδο της Κατοχής και την πρωτεύουσα στα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο. Δεν σταματά να μιλά, σαν να θέλει να απαλύνει τον πόνο της, να ξορκίσει την κακή της μοίρα, μία μοίρα πολλών άλλων συνανθρώπων της που πίστεψαν και πάλεψαν για το όνειρο. Μας αφηγείται σαν «παραμύθι» τη θέση της γυναίκας εκείνα τα χρόνια. Η Ραραού ενηλικιώθηκε στα χαρτιά αλλά όχι στην καρδιά. Τα κακώς κείμενα του παρελθόντος επαναλαμβάνονται πιο βίαια, πιο επώδυνα και εμείς προτιμούμε να μένουμε θεατές της ιστορίας και όχι να γίνουμε πρωταγωνιστές.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.