Η Άποψή μας

Η Άποψή μας για την παράσταση “Η ταράτσα” του Ζαν-Κλοντ Καρριέρ σε σκηνοθεσία Τάσου Πυργιέρη στο Σύγχρονο Θέατρο

Γράφει η Στεφανία Τσουπάκη
27/05/25

Eνα μπουκάλι κρασί περνάει από πολλά στόματα σ ένα διαμέρισμα, κάπου στο Παρίσι. Όχι, δεν είναι φίλοι κι όμως το μοιράζονται, χωρίς δεύτερη σκέψη. Όλοι κάτι περιμένουν και κάτι φοβούνται.

Ο Ζαν Κλωντ Καριέρ υπήρξε για πολλά χρόνια ο σεναριογράφος του Λουί Μπουνιουέλ Θά ήταν παράξενο αν στην συγγραφική προσωπική καριέρα του δεν διαχειριζόταν τα θέματα του με πνεύμα, έστω και λίγο, αλληγορικό και υπεράνω κοινής λογικής.

Ο Τάσος Πυργιέρης σκηνοθετεί το θεατρικό του έργο Η Ταράτσα, μια σπουδή στο τραγικωμικό που διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις, ένα δράμα δωματίου με στοιχεία φάρσας και μια ατμόσφαιρα που δεν απέχει πολύ από εκείνη που συναντάμε ενίοτε στις ταινίες του Μπουνιουέλ: Ο σουρρεαλισμός παρεισφρύει στην πεζή καθημερινότητα και την ταρακουνάει με παιγνιώδη διάθεση. Μετά, απομακρύνεται και την αφήνει πάλι να βουλιάξει στην αφόρητα πληκτική της υπόσταση.

Το έργο γράφτηκε το 1997. Πιστεύω ότι αναφέρεται σε λίγο προηγούμενη εποχή. Τουλάχιστον εκεί με οδηγεί το μουσικό ηχόχρωμα που έχει επιλέξει ο ίδιος ο Τάσος Πυργιέρης για να δημιουργήσει μια όμορφη frenchie ατμόσφαιρα στη σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου. Μαζί με μια αφίσα από έκθεση του 1982 στο Μusee des Arts Decoratifs και το εμβληματικό κόκκινο τηλέφωνο με το καντράν.

Όλα κεντιώνται πάνω στον καμβά ενός χωρισμού. Η Μαντλέν εγκαταλείπει τον Ετιέν έχοντας ήδη γυρίσει σελίδα στη ζωή της. Ο Ετιέν, αιφνιδιασμένος, βρίσκεται αντιμέτωπος όχι μόνο με την μεταστροφή των αισθημάτων της αλλά και με μια ψυχρή λεπτομερή διευθέτηση όλων των εκκρεμοτήτων από μέρους της. Το σπίτι τους , ας πούμε … Είναι ήδη διαθέσιμο σε κάθε ενδιαφερόμενο να το δει και να το κατοικήσει. Ένα όμορφο διαμέρισμα «με 52 τετραγωνικά λίβινγκ ρουμ, μοκέτα δύο ετών …σχεδόν καινούργια, εγκατάσταση γκαζιού και ταράτσα με υπέροχη θέα στο Παρίσι.»

Η μεσίτρια πηγαινοέρχεται συνοδεύοντας υποψήφιους ενοικιαστές κι εμείς απολαμβάνουμε μια τοιχογραφία επτά χαρακτήρων να αλληλεπιδρούν μέσα από κωμικές καταστάσεις που κρύβουν όλες τις παθογένειες της εποχής: Μοναξιά, άγχος, σχέσεις εξάρτησης, μελαγχολία, προσκόλληση στο επιφανειακό κι επίπλαστο.

Ο Τάσος Πυργιέρης για μια ακόμη φορά ασχολείται με τον άνθρωπο με τη γνωστή του λεπτοφυή σκηνοθετική ματιά που δεν βαραίνει το θεατή, αντίθετα πετυχαίνει να του γεννά υπαρξιακά ερωτήματα αλλά και να τον απελευθερώνει από τις κοινωνικές συμβάσεις μέσα απ το χιούμορ, τη χαριτωμένη υπερβολή ενίοτε και το παράλογο. Η φάρσα σαν είδος του πάει πολύ και με ιδιαίτερο ταλέντο περνά τον ενθουσιασμό του και στους ηθοποιούς του που δίνουν σάρκα και οστά στο κείμενο.

Στη συγκεκριμένη παράσταση, τα εύσημα θέλω να δώσω προτίστως στον Θάνο Μπίρκο για το ρόλο του Αστρίκ, που ερμήνευσε υποδειγματικά. Είναι ο αγχωμένος κύριος Αστρίκ που εμφανίζεται σαν υποψήφιος ενοικιαστής καλύπτοντας μια βαθύτερη ανάγκη του για τη ζεστασιά της εστίας το φαγητό, τον ήσυχο ύπνο, που δέχεται και κάνει συνεχώς αινιγματικά τηλεφωνήματα απ τα οποία ποτέ δεν παίρνει πραγματική χαρά. Ο καλός ηθοποιός υποδύεται με δύναμη και εκφραστικότητα τον μοναχικό κάτοικο της μεγάλης πόλης που επισκέπτεται διαμερίσματα προς ενοικίαση μόνο και μόνο για να πάρει «άρωμα» από πραγματική «σπιτική» ζωή.

Κάτι αντίστοιχο είναι και η μεσίτρια της Αγγελικής Καρυστινού. Επιδιώκει τις συναναστροφές και την ικανοποίηση του άλλου μέσα από ένα επάγγελμα που βασίζεται στην επικοινωνιακή ικανότητα. Μια μεσίτρια χωρίς δικό της προσωπικό καταφύγιο και συναισθηματικά ακάλυπτη βλέπει τη ζωή της σαν μια λούπα να επαναλαμβάνεται στο ίδιο μοτίβο όπως ακριβώς τα απαράλλαχτα λόγια που χρησιμοποιεί δείχνοντας το σπίτι σε κάθε αγοραστή.

Ο συμπαθέστατος Ιάσων Παπαματθαίου παίζει τον Μωρίς που εκπροσωπεί θα λέγαμε την κατηγορία των πλουσίων αλλά ανερμάτιστων αυτής της κοινωνίας. Ανώριμος, χωρίς να έχει απεξαρτηθεί απ τη μητρική επιρροή αναζητά απελπισμένα ένα έτερο ήμισυ. Η παρόρμησή του είναι πιο ισχυρή απ οποιοδήποτε συναίσθημα: Η πρόταση γάμου μπορεί να γίνει σε μια άγνωστη σαν την Μαντλέν ή στο ταμείο του σουπερμάρκετ, στην ανυποψίαστη υπάλληλο. Η ιδέα του θανάτου περνά κι αυτή επιπόλαια απ το μυαλό του μα, ευτυχώς, στο παράλογο χάος που έχει επινοήσει ο Ζαν-Κλωντ Καριέρ η μοίρα δεν συμφωνεί να στερηθεί ο κόσμος την γοητευτική αλλοπρόσαλη παρουσία του.

Το ζεύγος «Απόστρατος λοχαγός Νταλόζ και Σύζυγος», δηλαδή Ντίνος Γκελαμέρης και Χριστίνα Ροκαδάκη είναι πολύ καλοί, μ’ εκείνον να συνδυάζει την ακαμψία του στρατιωτικού με την κινησιολογική ιδιαιτερότητα του τυφλού, πάντα δίνοντας το βάρος της απόδοσης του ρόλου στην κωμικότητα κι εκείνη, μια καρικατούρα καθωσπρέπει κυρίας, υπερβολικής στις αντιδράσεις της, επίμονης, διεκδικητικής ίσως κι επικίνδυνης.

Το ζευγάρι των μέχρι τώρα ιδιοκτητών του σπιτιού παρότι πυροδοτεί την ατμόσφαιρα στην αρχή του έργου, στη συνέχεια κρατά μια σταθερή, ήρεμη γραμμή σε σχέση με την αλλόκοτη συμπεριφορά των υπολοίπων. Η Μαριλένα Μόσχου που είναι μια Μαντλέν αποφασισμένη και αρκούντως σκληρή στο ξεκίνημα, αρχίζει στην πορεία να χάνει λίγο απ την φοβερή αυτοπεποίθησή της, ίσως γιατί βλέπει ότι η πικρή εμπειρία μιας αποτυχημένης σχέσης κινδυνεύει να επαναληφθεί όσο ο εραστής της αργεί να δώσει σημεία ζωής. Από την άλλη, μπροστά στα μάτια της παίζονται σκηνικά μ ένα απίστευτο νάρκισσο που πηδάει στο κενό για εκείνη και τον μετανιωμένο σύντροφό της που, ξαφνιασμένος απ το σοκ της εγκατάλειψης, φαίνεται να συνέρχεται και να την ξαναπλησιάζει.

Ο Ετιέν, του Βασίλη Αθανασόπουλου, είναι απίστευτα ήρεμος για απατημένος (και από στιγμή σε στιγμή εγκαταλειμμένος) σύζυγος. Μερικές φορές αναρωτήθηκα μήπως είναι λίγο υποτονική η ερμηνεία του ηθοποιού. Μετά σκέφτηκα ότι αυτός ο πάντα ψύχραιμος, κάπως αποστασιοποιημένος αλλά υπερβολικά ευγενικός και εξυπηρετικός χαρακτήρας ήταν ίσως η αιτία που η Μαντλέν απομακρύνθηκε. Συν το ότι κάποια μικρά αλλά σημαντικά πράγματα ώφειλε να τα θυμάται. Η χαρακτηριστική στωικότητά του, σε συνδυασμό με μια άλλη ανθρώπινη παρουσία, λίγο πατέ και λίγο κρασί φαίνεται να τον σώζει απ τα χτυπήματα της μοίρας στο τέλος της μέρας.

Και η Ταράτσα? Τι ρόλο παίζει η Ταράτσα? Καταλυτικό θα λέγαμε. Είναι το ακριβό στολίδι, η υπεραξία για την κοινωνία, η πρόκληση, το μοιραίο. το θαύμα, η μεγάλη αλληγορία στο έργο του Ζαν-Κλοντ Καριέρ. Όπως λέει κι ο σκηνοθέτης Τάσος Πυργιέρης η Ταράτσα μας οδηγεί κατευθείαν στην ουσία του ερωτήματος: «Tι σημαίνει πραγματικά να πέφτεις? Και τι σημαίνει να σηκώνεσαι ξανά?

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.