Η Άποψή μας

Η Άποψή μας για την παράσταση “Κάποιος να με προσέχει” του Frank McGuinness στο Σύγχρονο Θέατρο

Γράφει η Κατερίνα Δημητρακοπούλου
06/04/23

Το θεατρικό έργο του Ιρλανδού συγγραφέα Frank McGuinness, Someone who’ ll watch over me (Κάποιος να με προσέχει) το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο θέατρο «Αυλαία» της Θεσσαλονίκης, ήρθε στο «Σύγχρονο Θέατρο» της Αθήνας και το παρακολουθήσαμε προ ημερών με μεγάλες προσδοκίες.

Ο Frank McGuinness εμπνέεται από την εμπειρία αιχμαλωσίας των Brian Keenan και John McCarthy τη δεκαετία του 1980 που βίωσαν στον Λίβανο από Ισλαμιστές Τζιχαντιστές και δανείζεται τον τίτλο από το ομότιτλο τραγούδι της Ella Fitzgerald. Αν και έγραψε το κείμενο το 1992, η υπόθεσή του δεν είναι μια ξεχασμένη ιστορία, αλλά μία επώδυνη πραγματικότητα τριάντα χρόνια μετά. Μέσα από εννέα σκηνές ξεδιπλώνει τη δύναμη της ανθρώπινης ψυχής να αντέξει (Μην κλάψεις! Μην κλάψεις!), να διεκδικήσει την ελπίδα της ελευθερίας. Η Βίβλος και το Κοράνι κρατούν συντροφιά στους τρεις ομήρους στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν γιατί βρίσκονται σε αυτό το κελί και δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να λιγοψυχήσει.

Αρχικά στο κελί βρίσκονται δύο όμηροι, ένας Αμερικανός πολίτης και ένας Ιρλανδός, αλλά δεν θα αργήσει να εμφανιστεί και ένας Άγγλος. Παρόλο που πρόκειται για τρεις διαφορετικές προσωπικότητες καταφέρνουν να βρουν έναν δικό τους κώδικα επικοινωνίας. Μιλούν την ίδια γλώσσα, έχουν όμως διαφορετικά προσωπικά βιώματα. Η «φιλία» που αναπτύσσεται μεταξύ τους είναι ειλικρινής και βαθειά, γίνεται σιγά σιγά ανιδιοτελής αγάπη. Συγκρούονται, έχουν συναισθηματικές εκρήξεις, καθώς προσπαθούν να μείνουν ψυχικά ακέραιοι. Αναζητούν τρόπους διαφυγής παρόλο που γνωρίζουν ότι ματαιοπονούν, καθώς βρίσκονται σε ένα κελί χωρίς παράθυρο. Ένας ιδεαλιστής Αμερικανός γιατρός, ένας Ιρλανδός δημοσιογράφος και ένας Άγγλος καθηγητής βιώνουν μία παράλογη καθημερινότητα χωρίς να μπορούν να καταλάβουν γιατί είναι φυλακισμένοι. Ίσως βρέθηκαν στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή. Οι δεσμοφύλακες τους αθέατοι αλλά έντονα παρόντες. Οι τρεις κρατούμενοι έχουν έναν κοινό στόχο: να επιβιώσουν. Ζουν έντονες στιγμές παραλογισμού άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε με «παιχνίδια φαντασίας». Θυμίζουν τους ήρωες του Samuel Beckett στο Waiting for Godot, Estragon και Vladimir, οι οποίοι σε έναν κενό τόπο και χρόνο, είναι καταδικασμένοι να περιμένουν για πάντα, αφού ο Godot δεν εμφανίζεται ποτέ, έτσι και οι ήρωες του McGuinness οραματίζονται χωρίς ελπίδα την ελευθερία τους.

Η Αθανασία Καραγιαννοπούλου έχει τριπλό ρόλο σε αυτή την παράσταση: μεταφράζει, σκηνοθετεί και επιμελείται τη μουσική. Είναι σημαντικό ότι έχει λάβει σοβαρά υπόψη το πόσο διαφορετικοί είναι αυτοί οι τρεις άντρες, όχι μόνο από άποψη εθνικότητας, αλλά και από άποψη κουλτούρας, κοινωνικής τάξης, προσωπικών βιωμάτων και δεν ξεχνά πως έχουν αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα στην ελευθερία. Η μεταφράστρια έχει αποδώσει το κείμενο στην ελληνική γλώσσα μέσα από λιτό λόγο που ρέει, η σκηνοθέτις έχει εμβαθύνει στον ψυχισμό των ηρώων και τα μουσικά κομμάτια που έχει επιλέξει «ντύνουν» τις τρεις βασανισμένες υπάρξεις με αναμνήσεις παρηγοριάς.

Ο Πήτερ Ραντλ είναι ο Αμερικανός γιατρός Άνταμ, ο Αντίνοος Αλμπάνης είναι ο Ιρλανδός δημοσιογράφος Έντουαρντ και ο Δημήτρης Μάριζας είναι ο Άγγλος καθηγητής Μάικλ. Χρησιμοποιούμε το ρήμα «είναι» και όχι το ρήμα «υποδύεται» επειδή και οι τρεις ηθοποιοί γίνονται επί σκηνής οι τρεις κρατούμενοι που βιώνουν την ομηρία τους με δύναμη ψυχής και θυμό, φτάνουν στα όρια της απόγνωσης και σε κάποιες στιγμές αφήνουν τις ευτυχισμένες αναμνήσεις να τους προσφέρουν κάποια ψήγματα χαράς. Η ερμηνεία του Ραντλ έχει δυναμισμό, ο Αλμπάνης ισορροπεί ανάμεσα στο ελληνικό και το ιρλανδικό ταπεραμέντο και ο Μάριζας χειρίζεται άψογα τις συναισθηματικές του μεταπτώσεις.

Το σκοτεινό κελί με τα βρώμικα στρώματα και τις αλυσίδες είναι μία πραγματικά αξιόλογη πρόταση της Μαίρης Τσαγκάρη που επιμελείται και τα κοστούμια των ομήρων. Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου κρατούν τους φυλακισμένους σε μόνιμο σκοτάδι, αφού το χωρίς παράθυρο κελί, δεν επιτρέπει να καταλάβουμε αν είναι μέρα ή βράδυ.

Μας άρεσε που η σκηνοθέτις μας προσφέρει την πολυτέλεια της επιλογής του τέλους. Με αυτό τον τρόπο, «σπρώχνει» τον θεατή στο να σκεφτεί και να αναλογιστεί πόσο πολύτιμη είναι η ελευθερία για όλους μας. Καλή σας θέαση!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.