Η Άποψή μας για την παράσταση «Νάχτλαντ» (Nachtland) στο Θέατρο Αποθήκη
Γράφει η Στεφανία Τσουπάκη
05/12/24
Νachtland λέξη που δεν υπάρχει στα γερμανικά. Ο τόπος … η νύχτα … Σκοτεινό τοπίο … Τόπος του σκότους … 100 λεπτά θεατρικής εμπειρίας που φέρνουν στο σήμερα την τραυματική ιστορία του 20ου αιώνα. Με όχημα την Τέχνη, αυτή τη φορά.
Η ανακάλυψη ενός μικρού πίνακα, ενός γνήσιου Χίτλερ (!) στην σοφίτα ενός μεσοαστικού σπιτιού είναι η κεντρική ιδέα αυτού του έργου του Μάριους φον Μάγιενμπουργκ, του δεύτερου που συναντάμε στη φετινή θεατρική σαιζόν με τον «Άσχημο» να συνεχίζει για δεύτερη χρονιά.
Η ιστορία διαδραματίζεται στο Βερολίνο. Δυο αδέλφια επιχειρούν την κλασική εκκαθάριση στο πατρικό μετά από το θάνατο του γονιού τους χωρίς να σταματήσουν ούτε στιγμή να λογομαχούν. Μέχρι τη στιγμή της μεγάλης ανακάλυψης. Εκεί τα πράγματα αλλάζουν άρδην με μια διάσημη υπογραφή κάτω από μια μέτρια ζωγραφική να τους μεταστρέφει τον τρόπο σκέψης και να κάνει το μυαλό τους να τρέχει με χίλια. Μια εμπειρογνώμων τέχνης καλείται να πιστοποιήσει την αυθεντικότητα του πίνακα. Πράγμα που κάνει με ενθουσιασμό επιστρατεύοντας τις γνώσεις και την συνάφειά της με την ιστορία. Οι σύντροφοι των δυο αδελφών είναι επίσης παρόντες και παίρνουν θέση. Μέσα σε λίγα λεπτά το παρελθόν βγαίνει στην επιφάνεια έτοιμο να τους διαλύσει κανονικά.
Συζητήσεις επί συζητήσεων, μπλεγμένες με απροσδόκητες αποκαλύψεις, συμβολισμοί που πονάνε, συνειδησιακές και οικονομικές διαπραγματεύσεις και μια ύπουλη διείσδυση του προσωπικού συμφέροντος που κάνει στην άκρη ιδεολογίες και πιστεύω … αυτή είναι η πορεία των πραγμάτων στο έξυπνο έργο του φον Μαγιενμπουργκ.
Η Τζούντιθ, η γυναίκα του Φίλιπ είναι εβραία κι από την πρώτη στιγμή εκδηλώνει την απέχθειά της για το εύρημα. Το κοροιδεύει, το αμφισβητεί, το υποτιμά. Θέλει να το ξεφορτωθούν το γρηγορότερο. Οι δυο σύγχρονοι γερμανοί με τις δυσλειτουργικές σχέσεις και με μια παγιωμένη καταδικαστική θέση απέναντι στο ναζισμό θα ενωθούν τελικά μπροστά στο κέρδος που μπορεί να τους αποφέρει ο πίνακας του εμπνευστή του ολοκαυτώματος. Δεν ακούν καν την Τζούντιθ που εκλιπαρεί να παραδώσουν στη λήθη τον πίνακα και όσα κουβαλά. Η Νίκολα δεν δίνει σημασία στις ανησυχίες του άντρα της Φαμπιάν που καταλήγει να προσβληθεί από τον τέτανο όπως σχεδόν ένα αιώνα πριν ένας ολόκληρος λαός μπολιάστηκε από μια επικίνδυνη ιδεολογία.
Κι όταν ένας αγοραστής, μια περίεργη εκκεντρική φιγούρα εμφανίζεται, εκεί πια θα παιχτούν όλα για όλα με την αξιοπρέπεια, τα συναισθήματα και τις αξίες να κονιορτοποιούνται στο όνομα αυτής της επικής πώλησης.
Ενδιαφέρον έργο στη σύλληψή του καθώς επιχειρεί να ακουμπήσει φλέγοντα ζητήματα όπως το Ολοκαύτωμα, ο αντισημιτισμός, η άνοδος της ακροδεξιάς, η αποτίμηση σε χρήμα των πάντων στο σύγχρονο κόσμο, με τη μελαγχολία και το στοιχείο της φάρσας να εναλάσσονται διαρκώς. Δύσκολο να ταυτιστείς με κάποιον απ τους χαρακτήρες, τους παρατηρείς όμως προσεκτικά (έστω και αποστασιοποιημένα) καθώς είναι γεμάτοι από συμβολισμούς πολύ έντεχνα επιλεγμένους από τον γερμανό συγγραφέα.
Για να μιλήσουμε για τις ερμηνείες η Κάτια Γκουλιώνη στο ρόλο της Νίκολα, είναι αρκούντως αντιπαθητική και εγωίστρια, άκαμπτη και πεισματάρα κι από την πρώτη στιγμή δείχνει ότι δεν θα είναι εύκολος αντίπαλος.
Ο Γιάννης Στεφόπουλος στο ρόλο του αδελφού Φίλιπ είναι πολύ καλός μέσα στην αδυναμία του και την κάποια άγνοιά του που τον κάνει να υστερεί απέναντι στη δυναμική Νίκολα. Εντέλει, ο Χίτλερ (φασισμός) ενώνει τη δυναμική και τον αδύναμο, μπροστά στο κοινό όφελος.
Η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη ζωηρή ιστορικός τέχνης είναι ο πρώτος χαρακτήρας που θα δρομολογήσει τις εξελίξεις στο έργο μιας που αποφαίνεται για την αυθεντικότητα και την αξία του πίνακα. Με αυτοπεποίθηση προβάλλει τις γνώσεις της και τη συνάφειά της με την Τέχνη αλλά και την κοινωνία της εποχής και δεν κρύβει την φιλοχρήματη πλευρά της βάζοντας τον πρώτο σπόρο της διχόνοιας στην οικογένεια.
Η Πέγκυ Τρικαλιώτη /Τζούντιθ παίζει με τον γνωστό εκφραστικό της τρόπο ένα ρόλο που απαιτεί δυνατή φωνή μια που η άποψή της κινδυνεύει να μην εισακουστεί. Υπερασπίζεται με πάθος τη μνήμη για το Ολοκαύτωμα, επιχειρηματολογεί για τους χειρισμούς των ισραηλινών στην Παλαιστίνη μετά τον πόλεμο, ειρωνεύεται το ρατσισμό … βλέπει το γάμο της να καταρρέει. Σαν ύστατη προσπάθεια για να σαμποτάρει την πώληση του πίνακα προσφέρει τον ίδιο της τον εαυτό στον υποψήφιο αγοραστή. Υπερβολή ? Ναι μα που έχει κι αυτή το νόημά της. Πολύ καλή όπως πάντα και στα εσωτερικευμένα και στα εξωστρεφή της κομμάτια.
Ο Σπύρος Σταμούλης, σαν Φάμπιαν /σύζυγος της Νίκολα αλλά και σαν εκκεντρικός συλλέκτης επωμίζεται το βάρος πολλών συμβολισμών διαμετρικά αντίθετων. Είναι ο γερμανικός λαός που εγκλωβίζεται στην ακαμψία της ναζιστικής ιδεολογίας γιατί δεν στάθμισε σωστά τα πράγματα, είναι το τραύμα που κουβαλά από τότε, είναι απ την άλλη και η παρακμιακή αποχαύνωση του τώρα, το σουρεάλ που έχει θεοποιηθεί, η Τέχνη που μεταφράζεται σε χρήμα. Τους δύο αυτούς ρόλους του τους θεώρησα πολύ ενδιαφέροντες και σωστά παιγμένους με περιθώρια όμως περαιτέρω βελτίωσης.
Ο Νικορέστης Χανιωτάκης σκηνοθέτησε με γνώση ένα έργο που βάζει πολλά θέματα στο ίδιο τραπέζι. Ναι η αλήθεια είναι ότι καταπιάνεται με πολλά και ίσως κάποια αποδυναμώνονται στο τέλος. Ίσως έτσι το θέλησε ο συγγραφέας … να τσιγκλήσει με πολλές μικρές βελονιές έναν εγκέφαλο που τεμπελιάζει. Ας μείνουμε λοιπόν στα δύο, κατ εμέ, πολύ βασικά ερωτήματα: 1. Το έργο Τέχνης κρίνεται σαν μια ξεχωριστή οντότητα ή συνδέεται στο διηνεκές με τον όποιο δημιουργό του και, 2. Τι στην ευχή μάθημα έχουμε πάρει από την τραγωδία του Ολοκαυτώματος?
Περισσότερα για την παράσταση ΕΔΩ