Η Άποψή μας

Η Άποψή μας για την παράσταση «New order» του Σέρτζι Πομπερμάγιερ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζιά στο θέατρο Εν Αθήναις

Γράφει η Κατερίνα Δημητρακοπούλου
22/05/25

«Δεν θα κερδίσετε ποτέ, δεν θα μπορέσετε»

Ο Σέρτζι Πομπερμάγιερ γεννήθηκε στη Βαρκελώνη το 1967, σπούδασε κτηνίατρος και στη συνέχεια υποκριτική. Εμφανίζεται ως θεατρικός συγγραφέας το 1997 με το έργο Zowie, το οποίο του χάρισε το XXV Βραβείο Ciutat d’Alcoi και ο Lluís Homar το σκηνοθέτησε στο Teatre Lliure.

Το 2014 ο Πομπερμάγιερ γράφει το New order σε μια περίοδο που οι φαινομενικές ισορροπίες ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις διαλύθηκαν και οι αδύναμοι οικονομικά γνώρισαν την εξαθλίωση καθώς οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και πιο ισχυροί. Αδικία και απόγνωση οδηγούν τρεις ανθρώπους, μία γυναίκα και δύο άνδρες σε έμπρακτη δράση διεκδικώντας δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια, ευημερία. Πιστεύουν ότι η απαγωγή της Προέδρου μιας ισχυρής Τράπεζας και πρώην Υπουργού Οικονομικών είναι μία καλή αρχή για την πραγματοποίηση των στόχων τους. Όμως το εγχείρημά τους δεν είναι τόσο εύκολο όσο πιστεύουν. Το αθηναϊκό κοινό γνώρισε το New order στο 9ο Ιβηροαμερικανικό Φεστιβάλ Θεατρικών Αναλογίων τον Φεβρουάριο του 2020 σε σκηνοθεσία Γιώργου Ματζιάρη με τους Μάνο Κοντό, Ευσταθία Τσαπαρέλη, Κώστα Δαλαμάγκα και Ελένη Βλάχου σε μετάφραση Μαρίας Χατζηεμμανουήλ.

Η Χατζηεμμανουήλ αποτυπώνει τη σκληρότητα του έργου στην ελληνική πραγματικότητα. Έχει υπόψη της ότι η όλη προσπάθεια να σηκώσουν ανάστημα οι τρεις απαγωγείς και να διεκδικήσουν ένα καλύτερο μέλλον για τους εαυτούς τους, τα παιδιά τους, την κοινωνία, τον κόσμο ολόκληρο είναι μία ουτοπία. Η μετάφρασή της επιτρέπει στον θεατή να πάρει ανάσες μέσα από αστείους διαλόγους σε μια προσπάθεια λύτρωσης από τη ζοφερότητα της κατάστασης που εξελίσσεται επί σκηνής.

Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Καρατζιά κρατά ψηλά τους τόνους από την έναρξη έως το τέλος της παράστασης, φροντίζοντας το μαύρο χιούμορ του έργου να αφήσει το αποτύπωμά του. Η διδασκαλία προς τους ηθοποιούς τους επιτρέπει να εκφράσουν την οργή τους απέναντι στον υπαίτιο της οικονομικής, και όχι μόνο, εξαθλίωσης. Υπάρχει όριο στη βία, όμως, τα πράγματα ξεφεύγουν καθώς ένοχα μυστικά και προσωπικό συμφέρον οδηγούν σε έναν δρόμο χωρίς επιστροφή.

Στο ρόλο της γυναίκας απαγωγέα, τον εγκέφαλο του σχεδίου δράσης εμφανίζεται η Ράνια Σχίζα. Και είναι πραγματικά απίστευτα σκληρή, με τις εξάρσεις της τόσο φυσικές, με μάτια που πετούν σπίθες και ένα σώμα που «φωνάζει» δεν κάνω πίσω, θα νικήσω. Μεταμορφώνεται σε άσπλαχνη τιμωρό σε μικρό χρονικό διάστημα αφού έχει αφήσει την καθηλωτική και συναισθηματική μάνα αυτουνού… Έλλη Ζάχου Ταχτσή να ξεκουραστεί. Απέναντί της η απαθής Έλενα Τυρέα, η εξουσία. Δρα ύπουλα και στοχευμένα, αν και δεμένη, αν και απειλείται, γνωρίζει καλά το παιχνίδι των ρόλων εξουσίας. Στον μονόλογο της κατακεραυνώνει τους δράστες με τα ανελέητα μάτια της και τα σκληρά της λόγια, γεμάτα σαρκασμό και πικρή αλήθεια. Οι δύο άντρες απαγωγείς ερμηνεύονται από τους Ιωσήφ Πολυζωίδη και Φώτη Λαζάρου, δύο τόσο διαφορετικοί χαρακτήρες, αλλά με κοινό όραμα και στόχο, όπως μας κάνουν αρχικά να πιστέψουμε. Ο Πολυζωίδης είναι ο λογικός της παρέας, «βράζει» μέσα του από όλα όσα συμβαίνουν, προσπαθεί μέσα από τον φωτογραφικό του φακό να αφυπνίσει συνειδήσεις, μοιάζει νωθρός αλλά δεν είναι. Οι σιωπές του συγκρατούν την οργή του, η σωματική του ακινησία εντείνει την πάλη ανάμεσα στο Καλό και το Κακό. Ο Λαζάρου είναι ο αγαθός, ο ευκολόπιστος αισθηματίας, ο καλός γιος. Η παρουσία του προσφέρει ανάσες χαλάρωσης στον θεατή. Κάθε του κίνηση, κάθε του ατάκα είναι ειλικρινής, φυσική χωρίς επιτήδευση, χαμένος στα προβλήματα. Μοιάζει με τον γελωτοποιό του βασιλιά, που απέξω του γελά και μέσα του κλαίει.

Η δουλεμένη κινησιολογία των ηθοποιών οφείλεται στη Ναταλία Βαγενά, η οποία δούλεψε με λεπτομέρεια και επαγγελματισμό. Η σκηνογραφία του Μιχάλη Παπαδόπουλου δημιουργεί έναν χώρο αποθήκης με έντονο το στοιχείο της κλειστοφοβίας, έναν χώρο που απεικονίζει και το αδιέξοδο που βρίσκονται οι χαρακτήρες. Τα κοστούμια υπογράφουν οι Αλεξάνδρα Σιάφκου και Αριστοτέλης Καρανάνος. Οι επιλογές τους εμπνέονται από την προσωπικότητα των απαγωγέων και του θύματος, με τις μάσκες να κλέβουν την παράσταση. Τα ηχητικά τοπία του Μάνου Αντωνιάδη είναι αναπόσπαστο κομμάτι της δράσης, συνοδεύοντας τις εσωτερικές μάχες των χαρακτήρων και τα ξεσπάσματά τους, αλλά, βοηθά και τον θεατή να νοιώσει τη δίνη της ομηρείας. Οι φωτισμοί του Βαγγέλη Μούντριχα πέτυχαν να ολοκληρώσουν την ιδέα του σκηνοθέτη προκαλώντας έντονη συναισθηματική φόρτιση με τον φόβο του εγκλωβισμού να επικρατεί.

Και το παιχνίδι ρόλων, βίας και εξουσίας τελειώνει. Τα ερωτήματα πολλά: ποιος είναι θύμα και ποιος θύτης; ο απλός πολίτης μπορεί να στρέψει το σύστημα υπέρ του; αρκεί ένα καλοσχεδιασμένο πλάνο δράσης για να αλλάξουν οι κοινωνικοπολιτικοί και οικονομικοί όροι σήμερα; μήπως η Νέα Τάξη είναι μία ουτοπία και απλώς θρέφει τον κηφήνα για να ζήσει η βασίλισσα; μήπως να αλλάξουμε πρώτα εμείς;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.