Η Άποψή μας για την παράσταση “Περιμένοντας τον Γκοντό” σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου στο Θέατρο Πόρτα
Γράφει η Στεφανία Τσουπάκη
27/01/25
Ο Μπέκετ γράφει το θεατρικό του Περιμένοντας τον Γκοντό, το 1949. Το γράφει μάλιστα στα γαλλικά κι όχι στη μητρική του γλώσσα .
Το εκπληκτικό με αυτό το έργο είναι ότι οι θεατρικές συμβάσεις καταργούνται, τα ρεαλιστικά στοιχεία ή τυχόν πληροφορίες απουσιάζουν, η εξέλιξη είναι ανύπαρκτη και σαν αντίβαρο όλων αυτών θεωρείται ή παραδοχή ότι «δεν ψάχνουμε το νόημα γιατί νόημα δεν υπάρχει».
Η ζωή δυό ανθρώπων γυρίζει γύρω από την προσμονή της έλευσης κάποιου Γκοντό, κάτι που δεν συμβαίνει ποτέ. Ποιος είναι ο Γκοντό? Δεν έχει σημασία. Το σημαντικό βρίσκεται στη λέξη «περιμένοντας». Δυο παρίες γυρνούν άσκοπα όλη μέρα και στο τέλος συναντιούνται σ ένα σημείο για να περιμένουν μαζί τον Γκοντό. Αυτή η αναμενόμενη συνάντηση θα δώσει το νόημα που αναζητούν στη ζωή τους. Όμως το ζητούμενο δεν έρχεται ποτέ και η απελπισία τους κυριεύει. Μια εξαιρετική παραβολική αναφορά στον άνθρωπο που «περιπλανιέται» σ όλη του τη ζωή αναζητώντας το βαθύτερο νόημα της ύπαρξής του.
Το δεύτερο ζευγάρι που εμφανίζεται στη σκηνή, ενσαρκώνει το δίδυμο δούλου και αφέντη, Ο ένας, άμεσα εξαρτώμενος και δέσμιος (κυριολεκτικά και μεταφορικά), ο άλλος ελεύθερος αλλά ανύπαρκτος κι ανίσχυρος από μόνος του, διαιωνίζουν την σταθερή παρουσία τους στο χρόνο, εμφανιζόμενοι δύο φορές. Σαν την Ιστορία που επαναλαμβάνεται.
Ο ισχυρός Πότζο αυτοπροβάλλεται, ψάχνει εναγωνίως για κοινό, ζει σύμφωνα με τα συμφέροντα της στιγμής, ταπεινώνει τον κατώτερο ώστε να νιώθει σπουδαίος.
Ο αδύναμος Λάκι δουλεύει διαρκώς, χειρωνακτικά και διανοητικά, κι όταν δεν δουλεύει μπαίνει σε μια κωματώδη κατάσταση. Καθώς δεν αμφισβητεί στο παραμικρό αυτή την τόσο ταπεινωτική σύμβαση, αποτελεί τον τέλειο δούλο που δεν απολαμβάνει ποτέ τίποτε, όπως κι ο αφέντης του δεν παράγει ποτέ τίποτε. Ο κόσμος τους είναι απλός και καλά οργανωμένος.
Ο συγγραφέας, μ’αυτό το διαμάντι του θεάτρου του παραλόγου, μ’αυτήν την ιλαροτραγωδία όπως ο ίδιος χαρακτήρισε το έργο του, μίλησε για πανανθρώπινα θέματα: τη μοναξιά, την επικοινωνία, την πλήξη, τη σχέση εξουσιαστή κι εξουσιαζόμενου, το θάνατο και την ματαιότητα.
Μεγάλη η τέχνη στο κείμενο του Μπέκετ αλλά και οι απαιτήσεις στην σκηνική του απόδοση που απαιτεί απλότητα αφέλεια κι αμεσότητα απ’ τους δυο κλοσάρ και μια μεγαλύτερη επιτήδευση και ένταση απ’το δίδυμο των δευτεραγωνιστών.
Ο θωμάς Μοσχόπουλους, μ’αυτό το ανέβασμα έβαλε άλλο ένα λιθαράκι στις άπειρες σκηνοθετικές προσεγγίσεις που δέχεται αναπόφευκτα ένα κλασικό έργο και νομίζω δεν τα πήγε καθόλου άσχημα. Το κείμενο του Μπέκετ είναι λίγο «χρυσή φυλακή» για τον κάθε σκηνοθέτη με τις υπερ- ακριβείς σημειώσεις του συγγραφέα πάνω στα σκηνικά, τα κοστούμια, το ρυθμό των διαλόγων και την σκηνική κίνηση. Ο Μοσχόπουλος αντιμετώπισε το έργο με εμπιστοσύνη και το άφησε να βγάλει όλη τη δύναμη και την επιδραστικότητά του.
Το σκηνικό του Β.Παπατσαρούχα είναι απλά τέλειο σε συνδυασμό με τη φροντίδα στο φωτισμό του Νίκου Βλασόπουλου. Ένας δρόμος που χάνεται στο βάθος της σκηνής σε κεκλιμένο, τσιμεντένιο έδαφος, στο πλάι το δέντρο … όλα σε υπέροχους γκρίζους τόνους που κάνουν το τοπίο πιο απόκοσμο, σαν μετά από καταστροφή. Οι άνθρωποι με γκρίζα ρούχα και δέρμα προσφέρουν μια κοινή κλοουνίστικη εικόνα αλλά οι χαρακτήρες που ενσαρκώνουν είναι ξεκάθαροι: Ο Εστραγκόν ενστικτώδης, λίγο αφελής και περίεργος, δίνει το βάρος στις φυσικές ανάγκες, ο Βλαντιμίρ πιο εγκεφαλικός διαθέτει μνήμη κι έχει υπαρξιακές αναζητήσεις, ο Πότζο μας συστήνεται με την εξουσιαστική συμπεριφορά και τον εγωκεντρισμό του κι ο Λάκι, σκεπτόμενος κι αυτός όταν του το επιτρέπουν, μένει συνήθως βουβός και χωρίς προσδοκίες.
Η επιλογή νέων ηθοποιών σε όλους τους ρόλους μου άρεσε πολύ. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης την στήριξε με την άποψη ότι τα υπαρξιακά αδιέξοδα εμφανίζονται πλέον από πολύ νωρίς στους ανθρώπους, πράγμα που ήθελε να προβάλει.
Eτσι, το βασικό ζευγάρι Πάνος Παπαδόπουλος -Βλαντιμίρ και Τάσος Ροδοβίτης-Εστραγκόν ήταν εξαιρετικοί, με εκφραστικότητα, ωραία κίνηση, απολαυστικοί στις τρυφερές σκηνές των δυο φίλων αλλά και στους σύντομους καυγάδες τους, ωραία χημεία στη σκηνή. Ο ένας πιο απλοικός στηρίζεται στην μνήμη και τις γνώσεις του άλλου. Και οι δυο έχουν ν’ αντιμετωπίσουν το «μη νόημα» της ύπαρξής τους. Οι απλοί διάλογοι τους ξεχειλίζουν από έναν μυστικό πλούτο ιδεών και επιγνώσεων πάνω στη ζωή και το θάνατο.
Οι άλλοι δύο άνδρες, δηλαδή ο Πότζο-Γιάννης Σαμψαλάκης και ο Λάκυ-Γιάννης Βαρβαρέσσος, που εισβάλλουν έχοντας περισσότερη ένταση στην κίνηση και το λόγο, φέρνουν στη σκηνή μια άλλη τραγική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης παρότι ο καθένας τους διαθέτει και μια έντονη κωμική πτυχή. Εξαιρετικοί και οι δύο και άψογα συντονισμένοι.
Το Aγόρι, που παρατείνει δυο φορές με τα μηνύματά του του την κατάσταση αναμονής και τους φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στην απελπισία, είναι σωστά παιγμένο απ τον Πέτρο Δημοτάκη.
Μην προσπαθήσετε να αναλύσετε τα πάντα . Αφήστε το έργο να σας αγγίξει . Από τις πέντε οδηγίες που δίνει η τεχνητή νοημοσύνη για την παρακολούθηση του έργου , αυτή πιστεύω είναι η πιο σημαντική. Αλλά ας τις δούμε όλες μαζί έχει ενδιαφέρον.
Οδηγίες για την παρακολούθηση του Περιμένοντας τον Γκοντό:
1. Να έχετε ανοιχτόμυαλη προσέγγιση. Αποδεχτείτε την αβεβαιότητα.
2. Προετοιμαστείτε για μια εμπειρία περισυλλογής: Κατά την παρακολούθηση, θα ήταν καλό να αναλογιστείτε πώς αυτά τα θέματα σχετίζονται με την ανθρώπινη εμπειρία γενικότερα, αλλά και προσωπικά.
3. Δώστε προσοχή στους διαλόγους και τις παύσεις. Έχουν εξίσου μεγάλη σημασία και συμβάλλουν στη δημιουργία της ατμόσφαιρας.
4. Απολαύστε το κωμικό στοιχείο. Η αίσθηση του χιούμορ είναι συχνά λεπτή και παράλογη, αλλά σημαντική για την κατανόηση του έργου.
5. Μην προσπαθήσετε να αναλύσετε τα πάντα. Αφήστε το έργο να σας αγγίξει.
6. Συζητήστε το έργο μετά την παράσταση.
Περισσότερα για την παράσταση ΕΔΩ