Η Άποψή μας για την παράσταση “Σέρρα – Η Ψυχή του Πόντου”
Γράφει η Κατερίνα Δημητρακοπούλου
26/06/25
«Αργά, κοφτά, ξεκίνησε η μουσική και κατόπιν όλο να ταχύνεται ο ρυθμός, να ξαναπέφτει, και πάλι ο γλήγορος. Ταίριαζαν οι βηματισμοί τους με το άγριο των βουνών, το άγριο της ζωής τους και με τα πολεμικά τεχνάσματα που παρίστανε ο αρχαίος Πυρρίχιος χορός. Επίθεση, άμυνα, παραφύλαξη, απειλή, οπισθοχώρηση, ελιγμό, κάλυψη, όλα τα περιέκλειε ο χορός τους. […] Χόρευαν κι έδειχναν να υπερίπτανται του κόσμου. Να κάθεται ο Θεός μέσα στον άνθρωπο κι ο άνθρωπος ν’ αρπάζεται απ’ τον Θεό»
Τον Σεπτέμβριο του 2022 ξεκίνησε η θεατρική περιπέτεια του μυθιστορήματος του Γιάννη Καλπούζου και εμείς βιώσαμε το σθένος της ποντιακής ψυχής ένα δροσερό βράδυ του Ιουνίου στη Σκιά των Βράχων.
Όταν κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα, το 2016, κέρδισε το αναγνωστικό κοινό καθώς η μυθοπλασία του στηρίχτηκε σε ιστορική έρευνα, σε γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού και της Ελλάδας. Ο Γιάννης Καλπούζος φροντίζει να μην κουράσει τον αναγνώστη του, εξιστορεί τον βίο του Γαληνού Φιλονίδη σχεδόν σαν κινηματογραφική ταινία, από το 1915 έως το 1962, αποδίδοντας φόρο τιμής σε όλους εκείνους που έζησαν τη γενοκτονία και αισιοδοξώντας τα λάθη του παρελθόντος να μην επαναληφθούν.
Ο συγγραφέας κρατά την κινηματογραφική ροή και στη θεατρική διασκευή του μυθιστορήματός του. Δίνει τον λόγο στη Λεμονιά, την κόρη του Φιλονίδη, η οποία δεν φλυαρεί, δεν αποζητά τη συμπόνια και τη λύπηση, θέλει να «δείξει» την αρχοντιά της ψυχής των Ποντίων και των Αρμενίων. Λυτρώνεται μέσα από την ιστορική μνήμη, συμφιλιώνεται με τον πατέρα της και ξαναγεννιέται.
Η σκηνοθεσία του Σωτήρη Χατζάκη αποφεύγει τους μελοδραματισμούς και διδάσκει την ηθοποιό του πως να μεταμορφώνεται στους δώδεκα διαφορετικούς χαρακτήρες που υποδύεται και να δίνει στον καθένα μία μοναδική, ξεχωριστή προσωπικότητα.
Η Χρύσα Παπά πραγματοποιεί έναν υποκριτικό άθλο. Είναι αληθινή, με καθάριο λόγο, ένα σώμα που πάλλεται, ένα πρόσωπο που γίνεται καθρέφτης του μέσα της. Η λυγερή της φιγούρα κυριαρχεί στο λιτό σκηνικό της Έρσης Δρίνη, που φαντάζει σαν ένα έρημο και εγκαταλειμμένο τοπίο. Η Δρίνη φρόντισε και τα κοστούμια της παράστασης, στα οποία οι δουλεμένες λεπτομέρειες κάνουν ξεκάθαρο στον θεατή ποιον χαρακτήρα έχει μπροστά του. Οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου ακολουθούν και εντείνουν τον αφηγηματικό ειρμό της Λεμονιάς και η μουσική του Ματθαίου Τσαχουρίδη αφήνει τις νότες της ποντιακής λύρας να εκφράσουν την ψυχική της κατάσταση και να «μιλήσουν» στην καρδιά του θεατή.
Ένας καθηλωτικός μονόλογος για την αγριότητα και τη βία του πολέμου. Μία αφήγηση – κατάθεση ψυχής για τον έρωτα, την αγάπη, την ανθρώπινη ψυχή που στέκεται όρθια, μένει ζωντανή και αξιοπρεπής. Δυστυχώς, σήμερα η ιστορία επαναλαμβάνεται πιο επώδυνα από ποτέ.