Η Άποψή μας

Η Άποψή μας για την παράσταση «Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία» του Ροζέ Βιτράκ σε σκηνοθεσία Κώστα Παπακωνσταντίνου στο Θέατρο Σταθμός

Γράφει η Κατερίνα Δημητρακοπούλου
30/05/25

«[…] Έχε το νου σου στο παιδί / κλείσε την πόρτα με κλειδί, / […] / Υπερασπίσου το παιδί
γιατί αν γλιτώσει το παιδί / υπάρχει ελπίδα»*

Ο Ροζέ Βιτράκ γεννήθηκε το 1899 και πέθανε το 1952 από αλκοολισμό, χωρίς να έχει αναγνωριστεί το ταλέντο του. Το έργο Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία κάνει πρεμιέρα τον Δεκέμβριο του 1928 στο θέατρο Ζαρρύ. Το Θέατρο Τέχνης συστήνει τον «Βικτόρ» την περίοδο 1973-1974 σε μετάφραση Παύλου Μάτεσι και σκηνοθεσία Καρόλου Κουν με τον Μίμη Κουγιουμτζή στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ο αναπτυγμένος σωματικά Βικτόρ κλείνει τα εννέα. Ένα ψηλό παιδί γιορτάζει τα γενέθλια του, χαίρεται και παίζει αμέριμνα με την παιδική του φίλη, αλλά σιγά σιγά οι πράξεις και τα λόγια του θα αναστατώσουν τόσο τους γονείς του, Σαρλ και Εμιλί Πομέλ όσο την υπηρέτρια τους και τους καλεσμένους: την οικογένεια Μανιώ, Τερέζ, Αντουάν με τη μικρή Εστέρ, τον Στρατηγό Λοσεγκύρ. Ο Βικτόρ, το τέλειο παιδί των γονιών του, με επαίνους και βραβεία δεν μεγαλώνει έναν χρόνο αλλά ενηλικιώνεται. Θα ανακαλύψει και θα αποκαλύψει τον μύθο της καλής, πατριωτικής, αστικής οικογένειας με τη βοήθεια της παιδικής του φίλης. Ένοχα μυστικά, μοιχεία και αιμομιξία, συναισθήματα θυμού και ντροπής θα οδηγήσουν τους ενήλικες του έργου σε έναν σουρεαλιστικό παροξυσμό τρέλας. Η απροσδόκητη εμφάνισης της Ίντα Νεκρεμάρ, ένας μαύρος προάγγελος, θα οδηγήσει στη λύση των προβλημάτων. Η υποκρισία, η φαυλότητα των μεγάλων οδηγούν τον Βικτόρ να κάνει την επανάστασή του και ας έχει επώδυνη κατάληξη. Κάποιος τρελαίνεται, άλλοι αυτοκτονούν, κάποιος χάνεται πριν καλά καλά ζήσει.

Η μετάφραση του Δημήτρη Ντάσκα κρατά τον έντονο σουρεαλισμό του έργου του Βιτράκ, φροντίζει να είναι ξεκάθαρο το στοιχείο της φάρσας και υπακούει στις ιδιαιτερότητες της γαλλικής και της ελληνικής γλώσσας. Μία φρέσκια μετάφραση που «ζωντανεύει» το σχεδόν εκατόχρονο έργο του Γάλλου δραματουργού.

Η σκηνοθεσία του Κώστα Παπακωνσταντίνου δίνει νέα πνοή ζωής στο κείμενο. Η εποικοδομητική συνεργασία με τον μεταφραστή πετυχαίνει να σχολιαστεί όχι μόνο μέρος σημαντικών «πληγών» της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και θέματα παγκόσμιας κλίμακας. Και επειδή είναι γιορτή γενεθλίων δεν μπορεί να λείψει το παιχνίδι, ο χορός και το τραγούδι σε καίρια σημεία, έτσι ώστε ο ανυποψίαστος θεατής να «καταπιεί» πιο εύκολα τη μπουκιά του. Μέσα από τα πιο σοβαρά αστεία λέγονται οι πιο πικρές αλήθειες.

Ο Μάνος Καρατζογιάννης στον ρόλο του Βικτόρ μας επιτρέπει να τον χαρακτηρίσουμε ηθοποιό-χαμαιλέοντα, καθώς μεταμορφώνεται σε ένα αυθάδη και θρασύ εννιάχρονο αγόρι που ξέρει να χειρίζεται τη γλώσσα και κάνει την πρόκληση παιχνίδι. Το αθώο του βλέμμα ως παιδί που ανακαλύπτει τον κόσμο μας θύμισε έντονα έναν άλλον Βικτόρ που πριν πολλά χρόνια υποδύθηκε ο Δάνης Κατρανίδης στο Ανοιχτό Θέατρο την περίοδο 2003-2004 σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη και μετάφραση Αλέξανδρου Κοέν. Δίπλα του στις σκανταλιές η Εστέρ της Ηλέκτρας Φραγκιαδάκη, μία εξάχρονη παιδούλα που θέλει να «μπει» στον κόσμο των μεγάλων. Η ηθοποιός δεν πρόδωσε τον ρόλο της ούτε στιγμή. Αυθεντική και ειλικρινής επί σκηνής στα χέρια ικανού σκηνοθέτη μπορεί να εξελιχθεί σε πρωταγωνίστρια. Οι Τζίνη Παπαδοπούλου ως Εμιλί, Θανάσης Χαλκιάς Σαρλ, Νεκταρία Γιαννουδάκη Τερέζ και Θανάσης Βλαβιανός ως Αντουάν υποδύονται τους γονείς των παιδιών με τρυφερότητα, περηφάνια για αυτά, παρόλο που σαν γονείς έχουν διαφορετικό τρόπο εκδήλωσης της αγάπης τους. Οι κινήσεις των «μεγάλων» αποκαλύπτουν τα ένοχα μυστικά τους. Η «Εμιλί» δείχνει να είναι στον κόσμο της, η «Τερέζ» γνωρίζει πολύ καλά το παιχνίδι των αισθήσεων, ο «Σαρλ» μάταια προσπαθεί να κρατήσει τα προσχήματα και ο «Αντουάν» αν και γνωρίζει, παριστάνει πως δεν έχει ιδέα και αφήνεται στη λύτρωση της τρέλας. Ο Στρατηγός του Δημήτρη Φραγκιόγλου έχει το παράστημα που ταιριάζει σε έναν στρατιωτικό, εύστροφος και παιχνιδιάρης με τα παιδιά• στον ρόλο του γιατρού φροντίζει να κάνει το ιατρικό του καθήκον με χιουμοριστικές πινελιές. Η Μαριάννα Ντίρου ως Λιλή δίνει μία ξεχωριστή αύρα στον ρόλο της υπηρέτριας. Η εμφάνιση της Αγγελική Μαρίνου ως Ίντα είναι πολύ εντυπωσιακή, που η ερμηνεία της ξεδιπλώνει το ταλέντο της. Το πρόσωπό της καθρέφτης της ψυχής της και τα λόγια της προμήνυμα χαμού. Μπορεί να είναι όμορφη και πλούσια αλλά το ελάττωμά της την φέρνει σε μεγάλη αμηχανία.

Το σκηνικό της Βίκυ Πάντζιου δίνει την εντύπωση αστικού διαμερίσματος της εποχής που γράφτηκε το έργο και έχει σαφή ένδειξη πως οι οικοδεσπότες επιθυμούν τη λιτότητα και θαυμάζουν τα όμορφα αντικείμενα. Ο σκηνικός χώρος μεταβάλλεται καθώς η πλοκή εξελίσσεται και οι χαρακτήρες μετακινούνται από την τραπεζαρία στο σαλόνι, στον κήπο, στην κρεβατοκάμαρα. Τα κοστούμια της Βασιλική Σύρμα αποτελούνται από προσεγμένα σύνολα και αξεσουάρ εποχής με ιδιαίτερη φροντίδα στα χρώματα και τα σχέδια ώστε η ηλικία, η κοινωνική θέση, το επάγγελμα, η οικονομική άνεση να είναι εμφανής και ταιριαστή στον κάθε χαρακτήρα. Η κινησιολογία του Ηλία Χατζηγεωργίου έδωσε τους ηθοποιούς τη δυνατότητα να κάνουν αβίαστα ισορροπημένους βηματισμούς ακόμη και υπό συνθήκες σπασμένων αντικειμένων να κοσμούν το πάτωμα. Η μουσική σύνθεση του Τηλέμαχου Μούσα εστιάζει στην ευδαιμονία εορταζόμενου και καλεσμένων, ενώ παράλληλα, «κεντρίζει» το μυαλό του Βικτόρ στο να κατανοήσει τους μεγάλους και να αντιδράσει ανάλογα. Τα ηχητικά εφέ που συνοδεύουν τις πράξεις των χαρακτήρων προκαλούν όχι μόνο αβίαστο γέλιο αλλά υπογραμμίζουν και τον τέλειο συγχρονισμό κίνησης και λόγου. Οι φωτισμοί του Γιώργου Αγιαννίτη είναι ο δυνατός κρίκος που συνδέει τον εξωτερικό και τον εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων καθώς η παγιωμένη καθημερινότητα τους ταράζεται πολύ δυνατά.

Ο Βικτόρ, το παιδί – θαύμα μέσα σε τέσσερις ώρες ανδρώνεται απότομα. Το γαλάζιο συννεφάκι της ξεγνοιασιάς και της αγνότητας διαλύεται μέσα από τη δύναμη της γνώσης και της δυσωδίας που μυρίζουν οι πράξεις των μεγάλων. Αισθάνεται πως πρέπει να κάνει κάτι. Δεν δέχεται καμία δικαιολογία, καμία ψεύτικη υπόσχεση, θέλει έναν καλύτερο κόσμο και όταν συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει ελπίδα να το πετύχει, δίνει την οριστική λύση. Η σημερινή κοινωνία διαφέρει ελάχιστα από την κοινωνία που μεγάλωσε ο Βικτόρ. Το ερώτημα είναι αν υπάρχει πραγματική πρόθεση για ουσιαστική αλλαγή.

*Κάποτε θα ’ρθουν – 1979, στίχοι Λευτέρης Παπαδόπουλος, μουσική Μίκης Θεοδωράκης, τραγούδι Παύλος Σιδηρόπουλος.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.