Η Άποψή μας για την παράσταση “Ζάχαρη” του Δημήτρη Αγαρτζίδη στο Bios
Γράφει η Ελένη Αντωνίου
21/11/23
Αποψυχολογικοποίηση του τραύματος ή αντανακλάσεις του καθρέφτη .
Με σαφή θέση και διαυγή συνείδηση ο Δημήτρης Αγαρτζίδης υπογράφει τη συγγραφή ενός έργου καθρέφτη για τις παθογένειες της ελληνικής οικογένειας, η υπόλοιπη ομάδα ακολουθεί στη σκηνοθεσία επιλέγοντας να αποψυχολογικοποιήσει κάθε πιθανό μηχανισμό ταύτισης και να απονευρώσει τις συναισθηματικές αιωρήσεις που οδηγούν σε φθηνούς ψυχολογισμούς.
Είναι εγγεγραμμένο στο συλλογικό μας ασυνείδητο πως ο αρτηριοσκληρωτικός μηχανισμός της ελληνικής οικογένειας κληροδοτεί νευρώσεις, περίσσευμα υποκρισίας και συναισθηματική ακαμψία. Παθογένειες πάνω στις οποίες, κάθε άνθρωπος ενσκύπτει.
Το χρονικό
Ένα τηλεφώνημα στην Ελλάδα της κρίσης γίνεται το εναρκτήριο λάκτισμα για την αποκάλυψη μυστικών που θα ταλανίσουν τους πρωταγωνιστές. Μετά τον θάνατο του πατέρα, η οικογένεια ανακαλύπτει ένα σωρό κρυμμένες φωτογραφίες, αποτυπώσεις λαγνείας και πορνογραφικό υλικό μιας άλλης γυναίκας, αποδεικτικά μιας διπλής ζωής. Αντί για μια οικογένεια εμφανίζεται και μια δεύτερη. Ο μηχανισμός της Αγίας Ελληνικής οικογένειας έχει θρέψει και μια δεύτερη οικογένεια από τον άνθρωπο, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, που “δεν κοίταζε πότε κανέναν στα μάτια .
Μια σειρά από αποκαλύψεις αποδομούν έναν ολόκληρο, σχεδόν εθνικό, μηχανισμό αφήνοντας τους θεατές έκθαμβους απέναντι σε ένα σκηνικό οικοδόμημα που χρησιμοποιεί τα αισθητικά εργαλεία του σουρρεαλισμού για να απεμβολίσει την επάρατη ψυχολογίτιδα. Ο θεατής καλείται να μετέχει και να εξακριβώνει ανά πάσα ώρα και στιγμή τα συστατικά στοιχεία της θεατρικής σύμβασης. Μέσα από την πολυσημία των σκηνικών ευρημάτων που αποκαλύπτουν οι καθρέφτες ως άμεση μεταφορά της ιδιότητας του καθρέφτη να αντανακλά και να αποκαλύπτει με διαφάνεια ότι σαρώνει στο πέρασμα του, οι Elephas συμπυκνώνουν τον σκηνικό χρόνο για λόγους θεατρικής οικονομίας, δημιουργώντας νοηματικές γέφυρες μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, αφήγησης και υπόκρισης, σκηνής και πλατείας.
Η συνεπής, στους πολλαπλούς κώδικες, υποκριτική που καλλιέργησαν επί σκηνής οι ηθοποιοί δίνει την εντύπωση ενός καλοκουρδισμένου τριαδικού μπαλέτου που προσκρούει στις αιφνίδιες προσθήκες των κλασσικών λαϊκών αγαπημένων κομματιών και, εν πολλοίς, καταφέρνει να τις ενσωματώσει ως στοιχεία υπενθύμισης μιας ελληνικότητας που έχει παρέλθει, όπως ακριβώς και το “παλίμψηστο” της κατασκευασμένης αγιοσύνης της ελληνικής οικογένειας.
Ο ρυθμός της παράστασης κλιμακώθηκε ομαλά υπακούοντας στα συναισθηματικά μοτίβα που επέβαλλαν η δραματουργία και η σκηνοθεσία.
Η “Ζάχαρη” ως μεταφορά, ως συνεκδοχή και ως αντίστιξη ραίνει τα υποσυνείδητα όσων την παρακολούθησαν και την κωδικοποίησαν, δίνει μια σαφή, πλην, ευγενική εντολή σε όλους μας, να διαβάζουμε τα παραμύθια που καλλιεργούνται πριν από εμάς για εμάς με οξύνοια και ευαισθησία.