Συνέντευξη – Άρης Τρουπάκης
Ανήκει στα παλιότερα μέλη της ομάδας του Στάθη Λιθαβινού. Δραστηριοποιείτε στον χώρο σχεδόν μια εικοσαετία και είναι ένας δημιουργός με τον οποιο απολαμβάνεις να μιλάς γιατί οι γνώσεις του γύρω από το θέατρο αλλά και οι απόψεις του μόνο όφελος μπορούν να σου προσφέρουν. Η συνέντευξή μας πέρασε από χίλια κύματα αλλά το αποτέλεσμα νομίζω μας δικαίωσε και θα την απολαύσετε. Αφορμή ήταν η παράσταση “Τα γενέθλια της Ινφάντα” του Oscar Wilde σε σκηνοθεσία Μαρίας Νίκα με τον ίδιο σε ένα βασικό ρόλο αλλά και δημιουργό των υπέροχων μελωδιών της παράστασης.
– Τελειώσατε την δραματική σχολή του θεάτρου Τέχνης και έχετε διδάξει υποκριτική στην σχολή του Εθνικού Θεάτρου, στο Ωδείο Αθηνών και στην σχολή πράξις 7. Παρ’όλα αυτά τα τελευταία χρόνια σας βλέπουμε συχνότερα από την καρέκλα του σκηνοθέτη παρά ως ηθοποιό. Συνεπώς, αισθάνεστε περισσότερο ηθοποιός ή σκηνοθέτης;
Προτιμώ να σκηνοθετώ.
– Αυτή σας η απόφαση έχει επηρεαστεί από το γεγονός ότι έχετε βγει και από το τμήμα σκηνοθεσίας της πειραματικής σκηνής;
Σίγουρα έχει παίξει τον ρόλο του αλλά και εκεί τα πράγματα έγιναν τυχαία. Γενικώς δεν έχω σκεφτεί κάτι πολύ στην ζωή μου, οι αποφάσεις που παίρνω είναι λίγο παρορμητικές, δεν κάθομαι να σκεφτώ αν θα κάνω το ένα ή το άλλο. Εγώ πήγα στο Εθνικό για να περάσω ακρόαση για το τμήμα υποκριτικής. Μπαίνει το γκρουπ μου μέσα και λέει ο Στάθης Λιβαθινός ποιος από εσάς ενδιαφέρεται για το τμήμα σκηνοθεσίας και χωρίς να το σκεφτώ πιάνω τον εαυτό μου να σηκώνει το χέρι. Δώσαμε εξετάσεις και περάσαμε όσοι περάσαμε. Αλλά θέλω να πω ότι ήταν μία απόφαση της στιγμής που σαφώς αργότερα έπαιξε τον ρόλο της. Σαφώς όμως είμαι περισσότερο σκηνοθέτης παρά ηθοποιός.
– Βαριέστε λίγο την υποκριτική;
Όχι δεν βαριέμαι την υποκριτική. Σαφώς η ρουτίνα του ηθοποιού με διαλύει, δηλαδή δεν αντέχω επί μήνες κάθε βράδυ να λέω τα ίδια λόγια. Είναι δύσκολο πράγμα αλλά σίγουρα δεν την βαριέμαι.
– Ανήκετε σε μια πολύ καλή φουρνιά ηθοποιών που έβγαλε ο Στάθης Λιβαθινός στην πειραματική. Τι αποκομίσατε στα πρώτα χρόνια της πορείας σας με τον Στάθη Λιβαθινό και πως έχετε εξελιχθεί;
Το πώς έχω εξελιχθεί δεν το ξέρω .
– Ήταν καταλυτική όμως η παρουσία του Λιβαθινού;
Σαφέστατα. Ο Λιβαθινός έφερε από μία εντελώς θεατρική χώρα όπως είναι η Ρωσία για πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια στην Ελλάδα ένα σύστημα, μία μέθοδο. Έφερε νέα εργαλεία. Με λίγα λόγια αντιμετώπισε τους ηθοποιούς και την υποκριτική τέχνη όχι σαν έναν χώρο εκτόνωσης ταμπεραμέντου και προσωπικού γούστου αλλά σχεδόν σαν μία επιστήμη που έχει συγκεκριμένη μέθοδο και συγκεκριμένα εργαλεία . Αυτό πρότεινε ο Στάθης και είναι αδύνατο να μην συναντηθείς με κάτι τέτοιο. Και είναι αποκαλυπτικό όταν σου συμβαίνει. Συνεπώς ήταν καθοριστική η συνάντηση γιατί ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι αυτό που κάνεις είναι κάτι πρώτον που σε απαιτεί ολόκληρο και δεύτερον ότι το ταλέντο είναι απλά το 1/1000 στο να είναι κάποιος καλλιτέχνης. Έχεις να κάνεις πολλά βήματα και να μορφωθείς πολύ, να παιδευτείς πολύ, να εκπαιδευτείς πολύ, για να συζητήσουμε τελικά αν μπορείς να ακολουθήσεις ένα επάγγελμα ή όχι.
– Έχετε βρει έναν κώδικα επικοινωνίας με την ελληνική λογοτεχνία. Με σημείο εκκίνησης τα ματωμένα χώματα που ήταν και η πρώτη σας σκηνοθεσία αργότερα η νυχτερίδα από τις ακυβέρνητες πολιτείες, μετά η μεθυσμένη πολιτεία. Τι είναι αυτό που σας ελκύει στην ελληνική λογοτεχνία;
Παρεπιπτόντως για να μην το ξεχάσουμε είναι και ο Νεκρός ταξιδιώτης του Παπαδιαμάντη με την Δέσποινα Κούρτη στο Skrow. Η ελληνική λογοτεχνία είναι ένας άπειρος θησαυρός. Στην ελληνική λογοτεχνία σκάβεις και τελειωμό δεν έχει. Αυτό είναι το ένα. Το άλλο είναι ότι στην ελληνική λογοτεχνία όπως και στην ποίηση ξαναγεννιέται μια Ελλάδα μέσα σου, ούτε καλύτερη αλλά ούτε εξειδανικευμένη. Απλά ανακαλύπτεις ξανά βασικά πράγματα και αυτό δεν είναι καθόλου μικρή υπόθεση. Είναι λίγο σαν να βρίσκεις τις ρίζες των πραγμάτων. Και των καλών και των κακών.
– Θεωρείτε ότι είναι αδικημένη η ελληνική λογοτεχνία;
Σε επίπεδο παιδείας απολύτως.
– Σε θεατρικό επίπεδο;
Καθόλου. Αντιθέτως τα τελευταία χρόνια έχει γίνει και λίγο μόδα. Αν δεις και φέτος έχουν διασκευαστεί πάρα πολλά ελληνικά μυθιστορήματα και διηγήματα. Το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι το θέατρο. Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η παιδεία. Το σχολείο είναι ο ιδανικός χώρος για να μισήσεις την λογοτεχνία. Το ελληνικό σχολείο είναι για μένα ότι χειρότερο. Δεν θα το συνιστούσα σε κανέναν. Εγώ τρομοκρατούμαι στην ιδέα ότι διδάσκεται ο Παπαδιαμάντης στο Λύκειο. Είναι ο ιδανικός τόπος για να μισήσουν τα παιδιά τον Παπαδιαμάντη.
– Μιας και μιλάμε για μόδα, πως κρίνετε τις ελληνικές ταινίες που γίνονται θεατρικές παραστάσεις;
Έχουν γίνει πολύ αξιόλογες προσπάθειες από πολλούς αξιόλογους ηθοποιούς και σκηνοθέτες. Εγώ αυτό που καταλαβαίνω είναι όταν μια ομάδα ή μία κοινότητα σιχαίνεται το παρόν της αναπολούν, γυρνάνε προς τα πίσω και σκέφτονται τι ωραία που ήταν τότε. Αυτό είναι δεδομένο. Ο ελληνικός κινηματογράφος πάντα ήταν μια εκπροσώπηση ενός ιδανικού αθώου ασπρόμαυρου παρελθόντος. Το να ξαναγυρνάμε λοιπόν εκεί είναι μέρος μια τέτοιας νοσταλγίας. Η νοσταλγία είναι πάντα ίδιον παρακμής. Πάντα νοσταλγείς όταν δεν σέβεσαι το παρόν σου και είναι πολύ εύκολο να βουλιάξεις μέσα εκεί. Η νοσταλγία ήταν πάντα κάτι που φοβόμουν και δεν μου άρεσε καθόλου. Εγώ πάντως δεν θα σκηνοθετούσα κάτι ανάλογο.
– Υπάρχει κάποιο κείμενο ή ποίημα που θα θέλατε να ανεβάσετε στην σκηνή; Όχι σαν θεατρικό απωθημένο αλλά περισσότερο σαν θεατρικό όνειρο;
Δεν είμαι σίγουρος να σου απαντήσω αυτή την στιγμή.
– Όταν διαβάζετε ένα κείμενο έχετε από την αρχή εικόνα για το πώς θέλετε να ανέβει στην σκηνή ή δημιουργείτε σταδιακά;
Σταδιακά. Η σκηνοθεσία δεν είναι ένα πράγμα το οποίο το φαντάζεσαι, δεν νομίζω δηλαδή ότι ο σκηνοθέτης το έχει δει με τον έναν τρόπο ή με τον άλλον. Νομίζω δεν είναι δουλειά του σκηνοθέτη να πει π.χ εγώ τον θείο Βάνια τον βλέπω έτσι. Νομίζω ότι η δουλειά του σκηνοθέτη είναι να καλέσει έναν ηθοποιό να συναντηθεί με ένα κείμενο και να αναζητήσουν μαζί κάποια πράγματα που αφορούν το παρόν τους, την ζωή τους και την ζωή των γύρων τους. Αν κάθεσαι και φαντάζεσαι κάποια πράγματα αυτό νομίζω ότι επιφέρει στείρα αποτελέσματα.
– Υπάρχουν όμως πολλοί σκηνοθέτες οι οποίοι είναι κάθετοι στο όραμά τους και υποστηρίζουν πως ο ηθοποιός πρέπει να το ακολουθήσει. Αρα το ανέβασμα μιας παράστασης είναι συνολική δουλειά;
Τίποτα δεν είναι δουλειά καθαρά ενός ανθρώπου. Κάθε παράσταση είναι μια δουλειά που προϋποθέτει σύνολο. Υπάρχει ενός ανδρός αρχή που ισχύει στο θέατρο αλλά αλίμονο αν ήταν μόνο δουλειά ενός. Θα ήταν πολύ θλιβερά τα αποτελέσματα. Το θέατρο αντέχει χωρίς εμάς, άντεξε χωρίς εμάς, και θα αντέξει χωρίς εμάς. Δεν είναι εδώ για να εκπληρώνει τα απωθημένα μας, τα κενά μας, τις ματαιώσεις μας, τα παράπονά μας. Είναι εδώ για να εκπληρώνει την μόνιμή μας διάθεση να συναντηθούμε με κάτι καινούριο και να δούμε ποιοι είμαστε τώρα. Όχι ποιοι νομίζουμε ότι ήμασταν ως τώρα ούτε ποιοι οραματιζόμαστε ότι θα είμαστε. Πιστεύω σε μια μόνιμη διαλεκτική του πράγματος. Τα υπόλοιπα είναι προβλήματα δικά μας .
– Σας εκπλήσσει ποτέ το αποτέλεσμα;
Μόνο. Μα για αυτό κάνεις θέατρο. Γιατί πιστεύεις στην δυναμική των πραγμάτων. Αν ήθελα να έχω έναν έλεγχο πάνω στο πως θα είναι το τελικό αποτέλεσμα θα έκανα μια άλλη δουλειά. Δεν ξέρω ποια αλλά σίγουρα μια άλλη δουλειά. Νομίζω το να ασχολείσαι με το θέατρο υποκύπτει στο απόλυτο ρίσκο και μάλιστα το αποτέλεσμα είναι καθημερινά άλλο. Δεν υπάρχει δηλαδή μία παράσταση, κάθε μέρα είναι μια άλλη παράσταση. Εκ νέου, εξ’ αρχής και από το μηδέν. Πρέπει να ξεχάσεις να περιμένεις κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα αλλιώς θα δυσαρεστηθείς πολύ.
– Ποιο είναι το πιο γοητευτικό πράγμα στην δημιουργία μιας παράστασης;
Η συνάντηση μεταξύ των ανθρώπων και η αβεβαιότητα που θα σε πάει αυτή. Άλλη μία επαλήθευση ότι τα πράγματα δεν συμβαίνουν λόγω μονάδων αλλά λόγω συναντήσεων. Τα πράγματα δεν συμβαίνουν μέσα μας αλλά ανάμεσά μας. Και το ίδιο ισχύει και στην ζωή.
– Το κοινό που συναντιέται σε όλο αυτό;
Το κοινό είναι ο απαραίτητος έτερος. Χωρίς κοινό δεν υπάρχει τέχνη. Ο άνθρωπος που γράφει κάτι και το κλειδώνει στο συρτάρι του δεν είναι ποιητής, ο ποιητής σου λέει κοίτα τι έγραψα. Όταν αποφασίζουμε να μαζευτούμε κάποιοι άνθρωποι και να πούμε μια ιστορία πάντα τελικός αποδέκτης πρέπει να είναι το κοινό.
– Σας ενδιαφέρουν οι καλές ή κακές κριτικές που θα πάρει μια παράσταση;
Εννοείται. Φυσικά και με νοιάζει γιατί την παράσταση δεν την κάνουμε για εμάς την κάνουμε για τους άλλους και θέλουμε να αρέσει. Χαιρόμαστε πάρα πολύ όταν ακούμε καλά λόγια και λυπούμαστε όταν ακούμε κακά λόγια.
– Ποιο είναι το πιο συγκινητικό σχόλιο που έχετε ακούσει για παράσταση;
Δεν ξέρω, δεν θα ήθελα να πω κάτι. Για μένα είναι εξ’ αρχής συγκινητικό ένας άνθρωπος ο οποίος βγαίνει από το σπίτι του μία κρύα νύχτα, φοράει τα καλά του, δίνει λεφτά και έρχεται να σε δει. Και μετά σου κάνει και την απόλυτη τιμή να έρθει να σου πει ότι αυτός θέλει. Είναι ήδη τόσο συγκινητικό. Κάποιος σου αφιερώνει δυο ώρες από την ζωή του προσμένοντας κάτι.
– Κάποιος χαρακτήρας από την “Μεθυσμένη Πολιτεία” έλεγε την εξής φράση “Πείτε μου υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο μα και πιο όμορφο από την τέχνη” πως το αντιλαμβάνεστε αυτό;
Θα συμφωνήσω. Είναι όντως δύσκολο, είναι μια διαρκής αναμέτρηση με τον εαυτό σου. Είναι δύσκολο αλλά είναι ωραίο το ρημάδι. Σου ομορφαίνει την ζωή. Η τέχνη δεν έχει καμία χρησιμότητα, δεν είναι πρωτεύουσα ανάγκη. Η τέχνη ένα σκοπό επιτελεί στην ζωή μας. Να την ομορφαίνει.
– Θεωρείτε την μουσική την σύζυγο και το θέατρο την ερωμένη;
Μάλλον το αντίθετο. Δεν ξέρω, είμαστε πολλά πράγματα και κανένα.
– Πως προέκυψε η συμμετοχή σας στα “Γενέθλια της Ινφάντα”;
Ήταν να γράψω την μουσική για την παράσταση και κάποια στιγμή μου λέει η Μαρία (Νίκα σκηνοθέτης) θα παίξεις γιατί σε χρειάζομαι για έναν ρόλο. Από την στιγμή που δεν είχα κάτι άλλο, είπα γιατί όχι. Το γούσταρα κιόλας να παίξω πέρα από την μουσική που θα έγραφα.
-Πόσο πολύ απολαμβάνετε τη ζωντανή μουσική στη σκηνή;
Πάρα πολύ. Είναι ένας διάλογος με το κείμενο και τον θεατή που με ενδιαφέρει πάρα πολύ.
-Ειναι αυτοσχεδιαστικό;
Όχι.
-Κάποια στιγμή μια μελωδία μου θύμισε το “Spanish Caravan” των Doors.
Ίσως επειδή προσπαθήσαμε να βάλουμε έναν σπανιόλικο σκοπό στην μουσική μιας και διαδραματίζεται στην Ισπανία. Πιθανόν στο πίσω μέρος του μυαλού μου να υπήρχε αυτή η μελωδία. Ούτως ή άλλως οι Doors είναι η μισή μου ζωή οπότε είναι πιθανόν να σου βγουν κάποιες μελωδίες ακόμα κι αν δεν το περιμένεις.
-Γιατί τα “Γενέθλια της Ινφάντα” είναι η κατάλληλη ιστορία για να ειπωθεί;
Είναι μια ιστορία ενηλικίωσης και μια ιστορία που αφορά το πέρασμα από έναν μαγικό κόσμο στην πραγματικότητα. Είναι και ένας κόσμος στον οποίο δοκιμάζονται πράγματα π.χ εκείνη η αθωότητα του να μην ξέρεις πως είσαι, να μην υπάρχει εικόνα των άλλων για σένα αλλά να υπάρχει μια εικόνα που εσύ φαντάζεσαι και το σκληρό πέρασμα στον ετεροκαθορισμό των άλλων νομίζω ότι είναι κάτι που δεν γίνεται να μην σου μιλήσει μέσα σου γιατί είναι κάτι που όλοι το ανακαλούμε ανά πάσα ώρα και στιγμή. Τώρα ποια είναι εκείνη η στιγμή και η εποχή που το νόημα το δίνεις εσύ και ποια είναι εκείνη η στιγμή που το νόημα περνά μέσα από τους άλλους δεν το ξέρω.
-Είχατε κάνει και τον Ευτυχισμένο πρίγκιπα του Oscar Wilde. Ταιριάζει ο Oscar Wilde στην ιδιοσυγκρασία του Έλληνα;
Τα παραμύθια του σίγουρα. Δεν ξέρω για τα υπόλοιπα έργα του. Είναι μια βαθιά Αγγλοσαξωνική λογοτεχνία που το φλέγμα, το πνεύμα, το λογοπαίγνιο, η σάτιρα κάποιων πραγμάτων δεν ξέρω αν μπορούν να μας ταιριάξουν. Ο Oscar Wilde αναφέρεται σε πράγματα της εποχής του που μας είναι τελείως άγνωστα. Και στον Σαιξπηρ συμβαίνει το ίδιο γιατί έχει αναφορές σε συγχρόνούς του. Τα παραμύθια του όμως για μένα είναι από τα συγκινητικότερα πράγματα που έχουν γραφτεί. Στα παραμύθια του νομίζω ότι κι εκείνος συναντιέται με κάτι άλλο. Εκείνη η φθορά της μπουρζουαζίας, της σεξουαλικότητας, να παλεύεις να βρεις την ελευθερία σου και να μην την βρίσκεις, όλη αυτή η φθορά και συνάμα ένα καταφύγιο και μια παρηγοριά σε κάτι κρυμμένο βαθιά μέσα μας, πιο αθώο που ζητάει την καλοσύνη.
– Είναι όμως λίγο στενάχωρα παραμύθια
Δεν πειράζει, γιατί είναι μια ωραία συνάντηση. Τα παραμύθια του Όσκαρ Ουάιλντ είναι μια συνάντηση πολύ ακριβή με κάτι πολύ σημαντικό που όλοι παλεύουμε να να σώσουμε και να ξανασυναντήσουμε. Ο Ευτυχισμένος πρίγκηπας για παράδειγμα σε φέρνει σε επαφή με κάτι αδιανόητο, είναι ένα έργο που σου δίνει απλόχερα. Σου δίνει πράγματα χωρίς να σου ζητάει
-Υποδύεστε στο έργο έναν Ισπανό ιεροεξεταστή. Ποια είναι η σχέση σας με την θρησκεία;
Δεν νομίζω ότι μπορείς να είσαι καλλιτέχνης και να είσαι άθεος. Δηλαδή όταν οι προβληματικές σου είναι γύρω από την παρηγορία, την ελπίδα, γύρω από την αγωνία, γύρω από την φθαρτότητα, για ποια αθεία ακριβώς μιλάμε. Η τέχνη πάντα προϋποθέτει την ύπαρξη του θεού. Το προϋποθέτει δεν σημαίνει απαραίτητα ότι προσκυνώ κιόλας.
– Πιστεύετε ότι πρέπει να υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στην εκκλησία και στο κράτος;
Απόλυτα. Μιλάμε για περιουσίες που θα έπρεπε να έχουν φορολογηθεί και εμείς καθόμαστε και ρωτάμε την εκκλησία για το αν και το πως θα έπρεπε να διδάσκονται τα θρησκευτικά. Όλα αυτά έχουν δυσφημίσει μία φιλοσοφία βαθιά συγκινητική. Δεν μπορώ να εναντιωθώ σε κάτι που μου λέει ότι υπάρχει κάτι καλό μέσα σε όλους μας και ότι η ταπεινότητα είναι το μεγαλείο του ανθρώπου.
-Γιατί κάποιος να έρθει να σας δει;
Νομίζω γιατί είναι μία ιστορία που μιλάει για την ενηλικίωση, την πολύ σκληρή ενηλικίωση με έναν μαγικό και γοητευτικό τρόπο. Δεύτερον γιατί το διαχειρίζεται το όλο ζήτημα με χιούμορ και ποίηση ο Όσκαρ Ουάιλντ και τρίτον γιατί τα παραμυθιακά στοιχεία που υπάρχουν μέσα στην ιστορία κάνουν την αλληγορία πιο ενδιαφέρουσα και σε αφήνουν να ταξιδέψεις σε έναν άλλον κόσμο. Μετά ήσυχος ήσυχος να τα τοποθετήσεις ξανά μέσα σου.
-Υπάρχει χώρος για ποίηση στο θέατρο;
Υπάρχει χώρος για ποίηση παντού. Νομίζω το πόσο μεγάλα είναι κάποια πράγματα αποδεικνύεται ότι μπορούν να χωρέσουν και στα πιο μικρά. Αντιθέτως το πόσο μικρά είναι κάποια πράγματα αποδεικνύεται από το ότι αναζητούν μόνο μεγάλους χώρους για να υπάρξουν.
Των Περικλή Μπίκου
και Αφροδίτης Φλώρου, 28/02/20
Φιλόλογος – Ηθοποιός
Συγγραφέας