Συνέντευξη – Χρήστος Σουγάρης
Ο Χρήστος Σουγάρης ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία από τη δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ. Μετά από μια σειρά ιδιαίτερα πετυχημένων παραστάσεων όπου πρωταγωνιστούσε θεώρησε ως φυσική εξέλιξη των πραγμάτων την ενασχόληση του με την σκηνοθεσία. Ο Αίαντας, ο Οιδίπους Τύραννος, το Hotel Marina και τώρα οι Βάκχες καταμαρτυρούν το πόσο ανάγκη έχει το θέατρο από ανθρώπους όπως ο Χρήστος Σουγάρης. Ανθρώπους που με μόνο συμπαραστάτη το όραμα και την αγάπη τους για την τέχνη τους καταφέρνουν να ολοκληρώνουν μεγάλα και δύσκολα project.
Με αφορμή την παράσταση Βάκχες που περιοδεύει σε όλη την Ελλάδα μιλήσαμε για αυτό το σκληρό αλλά τόσο γοητευτικό έργο, για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε για να στηθεί η παράσταση εν μέσω πανδημίας αλλά και για τα μελλοντικά του σχέδια.
– Σας γνωρίσαμε ως ηθοποιό αλλά τα τελευταία χρόνια καταπιάνεστε και με την σκηνοθεσία. Ποιά ανάγκη σας οδήγησε σε αυτή τη μεταστροφή;
Νιώθω αυτή την ανάγκη, του να αφηγούμαι δηλαδή ιστορίες δικές μου και άλλων και να εποπτεύω καθολικά την αφήγηση, από μικρό παιδί. Το παιχνίδι μου ήταν αρκετά μοναχικό, αλλά ποτέ πρόχειρο. Υπήρχε πάντα μια ιστορία, σκηνογραφία-ενδυματολογία και βέβαια αρκετή σκηνοθεσία. Ειλικρινά δεν νομίζω πως πρόκειται για μεταστροφή, αλλά για φυσική εξέλιξη. Λατρεύω να παίζω, αλλά νιώθω λειψός. Η σκηνοθεσία μου επιτρέπει να εξελιχθώ, να ανακαλύψω τη δική μου σκηνική γλώσσα και να προσπαθήσω να την εφαρμόσω. Ακόμη και από τα πρώτα μου χρόνια στο επάγγελμα, τρωγόμουν να μάθω να κάνω φώτα, να μαθαίνω για τις ειδικότητες του θεάτρου, να προσπαθώ να επικοινωνήσω σκέψεις μου για τη θεατρική πράξη ή για τα έργα που ανεβάζαμε σε ηθοποιούς, σκηνοθέτες κτλ. Και βεβαίως με γοητεύει το να έχω την ευθύνη για τον δρόμο που θα ακολουθήσω. Αν φτάσω στην άκρη να ξέρω πως ευθύνομαι εγώ και αν λοξοδρομήσω, να μην έχω κάποιον να κατηγορήσω παρά μόνον εμένα. θα μπορούσα να πω πολλά ακόμη. Το πιο ουσιαστικό όμως το είπε ο δάσκαλος μου ο Πέτρος Μάρκαρης. Όταν τον ρώτησα πώς γίνεται κάποιος σκηνοθέτης στη Ελλάδα, μου απάντησε ”σχολή σκηνοθεσίας δεν υπάρχει. Μπαίνεις σε μια δραματική σχολή και αν το χει η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες…”
– Ποιά είναι η μεγαλύτερη πρόκληση και δυσκολία που έχετε αντιμετωπίσει ως σκηνοθέτης;
Το να σιωπώ. Να μη μιλάω όταν πρέπει να προφυλάξω την εργασία μου και των συνεργατών μου. Είναι πολύ δύσκολο να μένεις σιωπηλός. Νομίζω όμως πως ωριμάζεις όταν μπορείς να σιωπάς. Όταν μπορείς να κάνεις πίσω. Όταν αυτό είναι απαραίτητο βέβαια.
– Πως αντιλαμβάνεστε εσείς το θέατρο; Τι είναι αυτό που σας μαγεύει στο θέατρο για να ασχολείστε μαζί του;
Δεν το αντιλαμβάνομαι. Όπως δεν είμαι σε θέση να αντιληφθώ πολλά πράγματα. Μπορώ όμως να σας πω ειλικρινά πως κάνω θέατρο διότι δεν μπορώ-ούτε και θέλω-να κάνω κάτι άλλο. Τίποτε άλλο. Λέω ιστορίες διότι δεν μπορώ να μην τις πω. Είμαι ήσυχος μόνο πάνω, δίπλα και κοντά στη σκηνή. Πολλά πράγματα είναι ιδιαιτέρως γοητευτικά στο θέατρο. Το σημαντικότερο όλων για μένα-αυτή τη στιγμή που μιλάμε-είναι πως αν το κάνεις ή το βλέπεις σοβαρά, πρόκειται για μια από τις ελάχιστες στιγμές στη ζωή σου, που βγάζεις τον σκασμό και ακούς τι έχει να σου πει κάποιος.
– Αίαντας, Οιδίπους Τύραννος και τώρα Βάκχες. Τρεις τραγωδίες που προσεγγίσατε με έναν σύγχρονο τρόπο. Νιώθετε δικαιωμένος με το αποτέλεσμα;
Είμαι περήφανος για μένα και τους συνεργάτες μου διότι χωρίς την παραμικρή οικονομική βοήθεια, από οργανισμό ή παραγωγό, καταφέραμε να ολοκληρώσουμε μεγάλα πρότζεκτ. Αυτό από μόνο του ήταν ένας άθλος. Τώρα το αν αυτά θεωρήθηκαν ενδιαφέροντα ή αδιάφορα, πολύ λίγο με αφορά. Το ερώτημα είναι αν μπορείς να εκπληρώσεις. Εμείς ονειρευτήκαμε και το όνειρο έγινε πράξη. Χωρίς μηχανισμούς. Με ξύλινα σπαθιά. Ειδικά στην παραγωγή των Βακχών, βρεθήκαμε, ονειρευτήκαμε, δουλέψαμε σκληρά για έξι μήνες 23 άνθρωποι, χωρίς την παραμικρή οικονομική ενίσχυση. Να αναφέρω για την ιστορία πως οι Βάκχες κατατέθηκαν στο υπουργείο πολιτισμού, αιτήθηκαν επιχορήγηση και απορρίφθηκαν.
Δεν αισθάνομαι δικαιωμένος λοιπόν για τίποτα. Αισθάνομαι πολύ περήφανος.
– Εν μέσω επιδημίας πόσο δύσκολο ήταν να στηθεί η παράσταση; Έχετε κάνει αλλαγές σε σχέση με το αρχικό σας πλάνο;
Η πανδημία, μας βρήκε σε ευαίσθητη στιγμή, όπως και όλους τους πολίτες αλλά και τον ούτως ή άλλως ευαίσθητο κλάδο μας. Από την πρώτη στιγμή, μείναμε ενωμένοι, δυνατοί και συγκεντρωμένοι στο στόχο μας. Ξέρετε αυτή η εργασία δεν πραγματοποιήθηκε με κάποια σύμβαση ορισμένου χρόνου μεταξύ ενός εργοδότη και κάποιων υπαλλήλων. Είναι μια σύμβαση αορίστου, μεταξύ καλλιτεχνών που γνωρίζονταν ήδη ή γνωρίστηκαν στην πορεία. Μια ομάδα ανθρώπων η οποία πίστεψε σε ένα καλλιτεχνικό όραμα και το εφάρμοσε με κόστος. Είμαστε η μόνη παραγωγή, πλην αυτών των κρατικών θεάτρων, η οποία δεν είναι παιδί του κορονοϊου, ούτε θύμα του. Δεν αλλάξαμε το παραμικρό λόγω της πανδημίας. Αντιθέτως μεγαλώσαμε. Γίναμε πιο ισχυροί και πιο πείσμωνες. Κάθε καταστροφή είναι και μια ευκαιρία. Αρκεί να ευκαιρείς.
– Τι σας γοήτευσε στις Βάκχες;
Οι Βάκχες είναι το πιο εφιαλτικό αλλά παράλληλα παιχνιδιάρικο έργο που γνωρίζω. Το πιο θεατρικό, θεατρικό έργο. Αυτό που με γοητεύει περισσότερο όμως είναι το γεγονός πως δεν μπορώ να σταματήσω να το σκέφτομαι. Ούτε όταν είμαι ξύπνιος ούτε όταν κοιμάμαι. Σαν τον έρωτα ένα πράγμα.
– Η επιλογή της παιδικής χαράς ως τόπος δράσης παντρεύει το χθες με το σήμερα. Πως εξυπηρετεί την εξέλιξη της ιστορίας ένας τέτοιος χώρος και ποια η ερμηνεία του για εσάς;
Η παιδική χαρά, όπως και η θεατρική σκηνή ή η ορχήστρα, είναι ένας προστατευμένος μη τόπος. Μέσα στα όρια αυτού του μή τόπου, μπορούν να συμβούν τα πάντα. Σαν να επρόκειτο για αλήθεια. Και να είναι όλα αποδεκτά. Αδιαμφισβήτητα. Η γοητευτικά ασαφή.
– Πόσο σύγχρονη μπορεί να είναι μια αρχαία τραγωδία;
Μια αρχαία τραγωδία, ένα θεατρικό έργο μπορεί να είναι ό,τι είμαστε εμείς. Αν εμείς είμαστε βαρετοί, τότε είναι κι αυτό. Αν εμείς είμαστε ουσιαστικοί, τότε είναι κι αυτό. Αν εμείς είμαστε θολοί, θολό κι αυτό. Τα θεατρικά έργα, είναι για να παρασταίνονται. Όχι για να διαβάζονται. Συνεπώς είναι ό,τι και οι ερμηνευτές τους.
– Βλέπετε στις Βάκχες στοιχεία από το σήμερα;
Νομίζω όχι. Όχι γιατί δεν υπάρχουν, αλλά γιατί δεν είναι αυτός ο σκοπός μου. Βλέπω στις Βάκχες στοιχεία ουδέτερα, άχρονα, αρχέγονα. Οι Βάκχες για μένα είναι ένα περίεργο όνειρο. Μπορείς να το ερμηνεύσεις, αλλά πρώτα θα πρέπει να ξυπνήσεις.
– Οι Βάκχες είναι ένα σκληρό έργο. Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο πιο τραγικός ήρωας;
Στο μυαλό μου ο Διόνυσος. Θα πρέπει να έχει πολλά προβλήματα αυτό το παιδί. Κανείς δεν τον πιστεύει και κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του να πείσει τους άλλους με το έτσι θέλω πως είναι θεός. Το αν είναι είναι άλλο θέμα. Είναι. Το να πρέπει να πείσει όμως πως είναι, αυτό σηκώνει πολύ μεγάλη συζήτηση. Είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση στη μυθολογία ο Διόνυσος και αξίζει κάποιος να τον μελετήσει. Στην τραγωδία αυτή όμως είναι απολαυστικός. Ο Ευριπίδης είναι σίγουρα πρόδρομος του Μπέκετ.
– Πιστεύετε ότι το κοινό μπορεί εύκολα να δεχτεί τις καινοτομίες και την πρόοδο στο θέατρο;
Δεν μπορώ να γνωρίζω τι είναι σε θέση να δεχτεί το κοινό ή όχι. Ως αφηγητής μιας ιστορίας, μπορώ μόνο να προσπαθώ να μάθω. Θα πόνταρα κάποια λίγα χρήματα, αν είχα, στο ότι η μεγαλύτερη καινοτομία και πρόοδος, είναι η απλότητα. Αυτή όμως δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση.
– ΠοιοΙ είναι οι επόμενοι επαγγελματικοί σας στόχοι;
Ως ηθοποιός, αν δεν πέσει ο ουρανός στο κεφάλι μας, θα συνεργαστώ με τον Κύρρο Παπαβασιλείου ως σκηνοθέτη και την καλύτερη Ελληνίδα ηθοποιό, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου ως συμπρωταγωνίστρια, σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ταινία. Στο θέατρο θα είμαι με τον Στάθη Λιβαθινό στο εθνικό Θέατρο. Ως σκηνοθέτης νομίζω πως πρέπει να ξεκουράσω λίγο το μυαλό και την ψυχή μου, για ένα μικρό διάστημα και θα αρχίσω την προεργασία για τον επόμενο μπελά μου.
Της Κατερίνας Μπουκάλα, 24/07/20
Θεατρολόγος