Συνέντευξη με τους συντελεστές της παράστασης «Πνεύμονες», με αφορμή την Ημέρα της Μητέρας
Συνέντευξη στην Κωνσταντίνα Καλλέργη
05/05/25
Συναντήσαμε τους συντελεστές της παράστασης «Πνεύμονες», στο Θέατρο κάτω απ’ τη γέφυρα, και με αφορμή το έργο του Duncan McMillan, συζητήσαμε για τη γονεϊκότητα, τις αμφιβολίες και τις ανησυχίες του σύγχρονου ανθρώπου σε ό,τι αφορά την απόφαση δημιουργίας οικογένειας, και για τον χαρακτήρα του ίδιου του έργου.
Οι ηθοποιοί Ελένη Δαφνή και Βασίλης Ζώης, και η σκηνοθέτις Ειρήνη Λαμπρινοπούλου, μοιράστηκαν μαζί μας τις σκέψεις τους, σε μια όμορφη συζήτηση.
– Αρχικά, τι είναι αυτό που σας οδήγησε στην επιλογή του έργου του McMillan, με ποιον τρόπο μιλάει σε εσάς και αποφασίσατε να το ανεβάσετε;
Ελένη Δαφνή: Το έργο το επέλεξα εγώ, μου το πρότεινε ένας φίλος, ο Χρήστος Χρήστου. Το είχε διαβάσει παλιότερα. Εγώ έψαχνα έργα εκείνη την περίοδο, και μου λέει διάβασέ το. Και το διάβασα μέσα σε μία ώρα, απνευστί. Μου άρεσε πάρα πολύ ότι ήταν τόσο σύγχρονο! Ενώ στην αρχή πίστευα ότι πραγματεύεται κυρίως το θέμα της γονεϊκότητας – του αν όντως θες να φέρεις ένα παιδί σε αυτόν τον κόσμο – θεωρώ ότι τελικά αυτό είναι μια αφορμή, για το ζευγάρι που βλέπουμε στο έργο, να συζητήσει. Τελικά αυτό είναι, δηλαδή, που με κράτησε, γιατί με αφορά και πολύ αυτή την περίοδο, το πώς οι άνθρωποι επικοινωνούν, αν όντως επικοινωνούν, πόσο προσπαθούν να επικοινωνήσουν, τι προσπαθούν να πουν, αν ακούν ή αν θέλουν μόνο να μιλήσουν, όλα αυτά. Αυτή ήταν η πρώτη μου σκέψη, και πήρα την πρωτοβουλία να ανέβει προς το τέλος της σεζόν. Έχοντας πει αυτά, θα δώσω την πάσα στην Ειρήνη, την οποία επίσης μου την πρότειναν δύο φίλες που είχαν συνεργαστεί μαζί της, οπότε βγήκαμε για έναν καφέ, και κάπως έτσι ξεκίνησε η όλη συνεργασία.
Ειρήνη Λαμπρινοπούλου: Ναι έτσι ξεκίνησε. Βγήκαμε τον Δεκέμβρη με την Ελένη για έναν καφέ στα Εξάρχεια, και μου είπε πως ήθελε να κάνει αυτό το έργο, αλλά εγώ δεν το είχα διαβάσει.
-Δεν είχε δει κανείς από εσάς τα προηγούμενα ανεβάσματα;
Ε.Λ.: Όχι. Η αλήθεια είναι ότι εγώ δεν ήξερα ότι είχε ανέβει και πέρυσι.
Ε.Δ. Ούτε κι εγώ. Το ψάξαμε μετά αυτό.
Ε.Λ.: Ναι, γιατί σκεφτόμασταν, όταν το ψάξαμε αργότερα, εφόσον ανέβηκε πέρυσι, πώς θα πάει φέτος ένα νέο ανέβασμα. Το είχα ακούσει αυτό το έργο, είδα και φωτογραφίες αργότερα από το προηγούμενο ανέβασμα, που μου άρεσαν πολύ αισθητικά, αλλά κατά τα άλλα δεν ήξερα σχεδόν τίποτα. Μου είπε η Ελένη ότι τη συγκίνησε το ανθρώπινο στοιχείο, η εστίαση του συγγραφέα. Εμένα δε μου πολυαρέσουν αυτά τα έργα, δε μου αρέσουν τα ρεαλιστικά έργα ως σκηνοθέτη. Δηλαδή, τώρα που είμαι στην αρχή της ενασχόλησής μου με τη σκηνοθεσία, και θέλω να πειραματιστώ, το να πάρω ένα έργο που είναι πολύ καλό – γιατί είναι ένα πολύ καλό έργο – δε μου αφήνει περιθώρια. Δε μπορείς να του αλλάξεις τα φώτα ας πούμε.
– Νιώθεις ότι μιλάει από μόνο του το κείμενο.
Ε.Λ.: Ναι, αυτό εννοώ. Όταν παίρνεις ένα έργο που είναι τόσο καλό, δε χρειάζεται να κάνεις κάτι. Παρόλα αυτά, επειδή, γνώρισα την Ελένη εκείνη τη μέρα και μου φάνηκε ένας υπέροχος άνθρωπος, είχαμε χημεία. Ξεκινήσαμε να συζητάμε για κάτι, κι έπειτα άνοιξε ένας άλλος κύκλος συζήτησης, και πήγαινε η κουβέντα μόνη της. Μπορεί να μιλούσαμε και λίγο για την επιστήμη, για τον καφέ, υπήρχε μια ροή. Και μου είπε, εγώ δε σε πιέζω για τίποτα, σου φέρνω το έργο, διάβασέ το, και μόνο αν σου αρέσει θα προχωρήσουμε. Κι όντως το διάβασα, και την πήρα τηλέφωνο και είπαμε let’s do it! Ήταν ένα πολύ ωραίο έργο και το βρήκα πρόκληση το να το κάνω. Πώς είναι άραγε απλά να υποτάσσεσαι σε ένα κείμενο, να μην κάνεις εσύ κανένα τερτίπι. Απλά να μπορέσεις να επικεντρωθείς σε μία πολύ ανθρώπινη ιστορία, σε ένα κείμενο που είναι πολύ σύγχρονο, και ο διάλογος είναι πολύ ατακαριστός. Μπόρεσα να επικεντρωθώ σε πράγματα που σε προηγούμενες δουλειές δεν είχα κάνει. Και μου άρεσε και η συνεργασία με την Ελένη. Ρώτησα κι εγώ τις φίλες μου, και μου είπαν θα είστε αχτύπητο δίδυμο! (γέλια)
– Και ο Βασίλης πώς προέκυψε;
Βασίλης Ζώης: Εγώ προέκυψα βασικά από οντισιόν. Εμένα με πήρε επίσης μια φίλη μου (γέλια), μου είπε τα καλύτερα για τα κορίτσια από δω, και ήρθα, έκανα την οντισιόν μου, και το team αποφάσισε να είμαι εγώ αυτός που θα πορευτούμε μαζί στην παράσταση. Δεν ήξερα καμία από τις δύο, και δεν ήξερα και το θέατρο – όχι σαν όνομα, γιατί είναι ένα ιστορικό θέατρο – αλλά εννοώ ότι δεν είχα έρθει ποτέ, για παράδειγμα, να δω παράσταση, δεν είχε τύχει.
– Για να έρθουμε λίγο στους ήρωες του έργου. Έχουμε να κάνουμε με δύο νέους, σύγχρονους ανθρώπους, που στο θέμα της γονεϊκότητας και της απόκτησης ενός παιδιού, σκέφτονται όλες τις παραμέτρους και τις συνέπειες. Εσείς ποιους από τους προβληματισμούς τους συμμερίζεστε;
Β.Ζ.: Να αρχίσω εγώ; Που δεν έχω και παιδί ακόμα. Καταρχάς, θα αρχίσω αναφέροντας ότι το έργο έχει σαν επίκεντρο πολύ έντονα, το ζήτημα της οικολογικής συνείδησης και των συνθηκών παγκοσμίως. Αυτό είναι ένα βασικό κομμάτι στο έργο, το οποίο στην Ελλάδα εμείς δεν το έχουμε, δηλαδή δεν έχουμε την ίδια συνειδητότητα θεωρώ, να σκεφτόμαστε τον πλανήτη και το αποτύπωμα που αφήνουμε.
Και νομίζω πως δεν έχουμε και εικόνα του τι πραγματικά συμβαίνει στον πλανήτη αυτή τη στιγμή και πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα. Ο πλανήτης πραγματικά καταρρέει, τα προβλήματα είναι τεράστια και δεν τα ξέρουμε. Αυτό το κομμάτι, επειδή ο συγγραφέας είναι ένας Άγγλος, ο οποίος έχει πολύ ανεπτυγμένη την αίσθηση της περιβαλλοντικής συνείδησης, το φέρνει πάρα πολύ και στο έργο. Θεωρώ ότι το κοινό της Ελλάδας, δεν είναι τόσο μέσα σε αυτό. Εγώ προσωπικά, επειδή πέρα από ηθοποιός τυγχάνει να είμαι και μελισσοκόμος, και να έχω μια πολύ ουσιαστική σχέση με τη φύση, έχω πολύ αυτό το αίσθημα και αυτή τη σκέψη. Οπότε μπήκα εύκολα σε αυτό το κομμάτι, όμως αποφασίσαμε να κινηθούμε πιο πολύ ανθρωποκεντρικά, να επικεντρωθούμε στην ανθρώπινη, διαπροσωπική σχέση που δείχνει το έργο.
Ε.Δ.: Μπορώ να συγκρουστώ λίγο σε αυτό με τον Βασίλη; (γέλια) Θεωρώ ότι οι Έλληνες ναι, μπορεί να μην ξέρουν για παράδειγμα στατιστικά, να μην ξέρουν ότι κάποιο νησί μπορεί να πνίγεται, ότι η οικολογική μετανάστευση είναι πια ένα πραγματικό φαινόμενο, αλλά, παρόλα αυτά, το πού θα φέρω το παιδί μου, σε τι κόσμο, το λέμε όλοι. Μπορεί να μην ανοίγουμε ένα άρθρο σχετικά, για να διαβάσουμε και να το συζητήσουμε, αλλά αυτός ο προβληματισμός υπάρχει. Όλοι έχουμε πει, ρε φίλε μπορεί να έρθει η καταστροφή του κόσμου σε 100 χρόνια από τώρα, ή σε 20-30 χρόνια, κι αν φέρεις ένα παιδί στον κόσμο, το παιδί αυτό θα ζήσει όλη αυτή την κατάσταση, ή αν γίνει ένας πόλεμος για παράδειγμα. Βλέπεις ότι είναι έκρυθμη η κατάσταση, υπάρχει αυτό το ερώτημα σε όλους μας, το πού θα φέρω ένα παιδί σε αυτό τον κόσμο. Απλά αυτοί – οι ήρωες του έργου – εστιάζουν σε αυτό λίγο περισσότερο, ίσως και λόγω χώρας και τα λοιπά.
Β.Ζ.: Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που αυτή τη στιγμή, θέλω πάρα πολύ να κάνω με τη σύντροφό μου ένα παιδί, αν προκύψει. Οπότε, επειδή μιλάμε για την Ελλάδα του 2025, και βρισκόμαστε εδώ εμείς ως συντελεστές της παράστασης, φέραμε το έργο στην Ελλάδα, χωρίς βέβαια να το δίνουμε ξεκάθαρα στο κοινό. Θεωρώ ότι οι προβληματισμοί που απασχολούν έναν νέο άνθρωπο σήμερα στην Ελλάδα είναι τεράστιοι. Γιατί και παγκοσμίως τα πράγματα είναι πάρα πολύ έκρυθμα, αλλά εγχώρια ειδικά, θεωρώ ότι η συνθήκη που ζούμε είναι τουλάχιστον απαγορευτική για την απόκτηση παιδιών. Αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, νομίζω πως ζούμε σε ένα πολύ δυστοπικό περιβάλλον. Εγώ όμως, επειδή είμαι αισιόδοξος άνθρωπος, πιάνομαι από αυτόν τον έναν που θα κάνει τη διαφορά, είτε είναι ένας δάσκαλος, είτε ένας πολιτικός, είτε ένας γιατρός. Θεωρώ ότι πρέπει να είμαστε γενναίοι, και να φέρνουμε παιδιά σε αυτό τον κόσμο, γιατί αλλιώς τι κάνουμε. Επίσης παρατηρώ – και είναι στενάχωρο αυτό – ότι μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας μένει στα παλιά πρότυπα σε ό,τι αφορά τη διαπαιδαγώγηση. Γεννάει παιδιά και τους δίνει όλο αυτό το οποίο εισέπραξε.
– Του στυλ «έτσι τα βρήκαμε, έτσι τα περνάμε στους επόμενους».
Β.Ζ.: Ναι ακριβώς. Δηλαδή όλη αυτή η βία, για παράδειγμα, που υπάρχει στα σχολεία, σε ηλικίες πάρα πολύ μικρές και τρυφερές, όλα αυτά οφείλονται στο πρωτογενές κύτταρο, που είναι η οικογένεια. Οπότε θεωρώ ότι πρέπει να είμαστε πάρα πολύ προετοιμασμένοι αν θέλουμε να φέρουμε ένα παιδί σε αυτό τον κόσμο.
Ε.Δ.: Θα συνταχθώ κι εγώ τώρα μαζί του. Εγώ που έχω ένα παιδί ήδη, και προσπαθώντας να κάνω όλα αυτά στα οποία αναφέρθηκε ο Βασίλης, θεωρώ ότι οι γενιές για να αλλάξουν, θέλουν πάρα πολλά χρόνια. Πιστεύεις ότι θα φέρεις ένα παιδί στον κόσμο και δε θα κάνεις καθόλου λάθη. Μετά όσο μεγαλώνεις λες, θα κάνω όσο λιγότερα λάθη γίνεται, και μετά συνειδητοποιείς ότι είσαι ίδιος οι γονείς σου, οπότε πρέπει να ξαναδουλέψεις σε αυτό. Σίγουρα πιστεύω ότι κάθε γενιά είναι καλύτερη από την προηγούμενη, αλλά θεωρώ ότι θέλει πάρα πολύ χρόνο για να μπορέσει να «γράψει» αυτή η αλλαγή, και να γίνει αυτό που λέει ο Βασίλης, να φύγει η βία. Είναι δηλαδή κι αυτό ένα ένστικτο, ότι απειλείσαι, που στην πραγματικότητα δεν απειλείσαι, και όντως μπορούν οι άνθρωποι να ζήσουν αρμονικά, αλλά παρόλα αυτά υπάρχει πολύ έντονη η αίσθηση αυτή της απειλής. Επίσης, όταν διάβασα το έργο, πίστεψα ότι η σκέψη του να κάνω ένα δεύτερο παιδί ήταν η αφορμή που μου κέντρισε το ενδιαφέρον, γιατί κάποιες ατάκες που υπάρχουν στο έργο, όπως για παράδειγμα ότι «οι άνθρωποι που σκέφτονται πολύ δεν κάνουν παιδιά», ή ότι «άμα το σκεφτούμε πολύ δε θα το κάνουμε», είναι προβληματισμοί που τους έχουμε όλοι. Σε αυτό πάλι πιστεύω, ότι το ένστικτο του ανθρώπου να επιβιώνει και αν διαιωνίζει το είδος του, είναι πάρα πολύ ισχυρό. Στην τελική, δηλαδή, νομίζω ότι συνοψίζονται όλα στο ένστικτο. Δεν το κρύβω βέβαια ότι το παιδί σου δίνει πάρα πολλά. Καταρχάς νομίζω ότι και μόνο το να μάθεις να δίνεις, είναι πολύ σημαντικό. Υπάρχει μια ανιδιοτέλεια, μια πολύ όμορφη αγάπη, μια στοργή. Δε θεωρώ όμως ότι είναι και απόλυτη ευτυχία. Δηλαδή αν κάποιος άνθρωπος επιλέξει στη ζωή του να μην κάνει παιδιά, θα είναι εξίσου ευτυχισμένος με ένα άνθρωπο που κάνει ένα παιδί. Όπως θα είναι και πολύ δυστυχισμένος ένας άνθρωπος, που θα κάνει ένα παιδί επειδή αισθάνεται ότι πρέπει να το κάνει.
– Και κατ’ επέκταση θα είναι δυστυχισμένο και το παιδί.
Ε.Δ.: Ακριβώς.
– Με τον ίδιο τρόπο που επηρεάζουν την απόφαση απόκτησης ενός παιδιού, οι συνθήκες οι κοινωνικές, περιβαλλοντικές και λοιπά, επηρεάζουν και το εκάστοτε μοντέλο της γονεϊκότητας θα λέγαμε;
Ε.Λ.: Η γονεϊκότητα προφανώς έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Οι στατιστικές δείχνουν πως τα τελευταία 15 χρόνια, τα διαζύγια αυξάνονται συνεχώς, κι αυτό ασφαλώς αλλάζει το μοντέλο της γονεϊκότητας. Δηλαδή αυτό σχετίζεται σίγουρα και με τις κοινωνικές, αλλά και με τις οικονομικές αλλαγές, όπως είπαμε.
Ε.Δ.: Σχετικά με αυτό ήθελα να πω κι εγώ. Αποτυπώνεται γενικά ως μια κουλτούρα αυτό, ως τρόπος ζωής, το ότι τώρα, δηλαδή, έχουμε θεωρητικά μια πληθώρα επιλογών, και μια ευκολία να πάμε παρακάτω. Σίγουρα δε θα μείνεις σε μια τοξική σχέση, αλλά βλέπουμε όλο και πιο συχνά να υπάρχει η τάση να μην προσπαθούμε για μια σχέση, γιατί έχουμε την εντύπωση ότι υπάρχει κάτι καλύτερο και θα το βρούμε. Έχουμε μάθει λίγο στην ευκολία του αποτελέσματος, αλλά το αποτέλεσμα απαιτεί μια προσπάθεια, κι αυτό ισχύει στις σχέσεις, ότι θέλουν προσπάθεια.
Ε.Λ.: Και υπομονή, και επιμονή, και ευθύνη. Μια υπευθυνότητα απέναντι στο σύντροφό σου, ότι παρά τις δυσκολίες είμαι εδώ για να το ξεπεράσουμε, και δεν τα παρατάω τόσο εύκολα. Αλλά νομίζω ότι, όπως υπάρχει τα τελευταία χρόνια μια γενικότερη διάσπαση, αυτό μεταφέρεται και στις σχέσεις, και είμαστε λίγο άρπα-κόλλα.
Ε.Δ.: Ναι, είναι σημαντικό το κομμάτι της ευθύνης. Δηλαδή, εμείς το συζητάγαμε κάποια στιγμή αυτό στο έργο, ότι όταν μπαίνει σε ένα ζευγάρι το θέμα του παιδιού, παίρνουμε μια ευθύνη, ότι τώρα είναι σοβαρά τα πράγματα, μιλάμε σοβαρά. Ενώ στη γενιά μας βλέπουμε γενικά μια τάση για αποφυγή της ευθύνης, σε όλους τους τομείς, του τύπου «έλα μωρέ, δε θα πάω να ψηφίσω», δεν αναλαμβάνω την ευθύνη και δε μπορώ να καταλάβω ότι έχω όντως μερίδιο, και έχω δύναμη. Μπορεί να μην έχω δύναμη ως μονάδα να αλλάξω τον κόσμο, αλλά ο μικρόκοσμός μου, έχει σαν ντόμινο την ευθύνη και τη δυνατότητα να διαμορφώσει μια πραγματικότητα.
– Νομίζω αυτό υπήρχε πολύ και στο έργο. Το σκεφτόμουν πολύ κατά τη διάρκεια τη παράστασης, την αντίθεση του μικρόκοσμου του ατόμου, και του ευρύτερου κόσμου, ως εξωτερικό σύνολο. Και σκηνοθετικά, που ήταν πολύ αφαιρετικό, έδινε αυτή την εικόνα, ότι κινούνταν αυτοί οι δύο άνθρωποι μέσα σε ένα πλαίσιο, και ήταν σα διχασμένοι, προσπαθώντας αφ’ ενός να υπολογίσουν τις εξωτερικές συνθήκες, αλλά όντες αφ’ ετέρου εγκλωβισμένοι μέσα στο δικό τους κόσμο, στη δική τους ζωή. Όπου οι αποφάσεις τους επηρεάζουν πρώτα άμεσα τους ίδιους, κι έπειτα αυτό χτίζεται και πάει προς τα έξω.
Ε.Δ.: Ακριβώς!
– Και ήταν σημαντικό που πραγματικά αφέθηκε το κείμενο να μιλήσει από μόνο του.
Ε.Δ.: Αυτό είναι όντως σημαντικό, και το έχω επισημάνει κι εγώ, σχετικά με την Ειρήνη, ότι είναι μια νέα σκηνοθέτιδα, εξαιρετική, που δεν έκανε καθόλου παρεμβάσεις. Είπε ότι έχω ένα κείμενο εξαιρετικό, θα μείνω στο κομμάτι της σχέσης που παρουσιάζει, και «κάτσε λίγο να ακούσω το έργο» ας πούμε. Είχε ένα κομμάτι καθαρής επικοινωνίας. Κι αυτό προσπαθήσαμε και όλοι. Πιο πολύ, βέβαια, αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση εμένα σε αυτό το έργο, είναι ότι είναι δύο απλοί άνθρωποι – κάτι που το λέγαμε και με την Ειρήνη και με τον Βασίλη – που η ανθρωπότητα στην ουσία, απαρτίζεται από πολλούς, μικρούς, απλούς ανθρώπους, οι «μεγάλοι» είναι πολύ λίγοι. Οπότε εμείς είμαστε αυτοί.
– Για το τέλος, θέλω να πω ότι βλέπουμε στο έργο τους δύο ήρωες σε όλο το ταξίδι της γονεϊκότητας, από τη σκέψη, την απόφαση, την προσπάθεια, το αναπάντεχο, την αποξένωση και τα λοιπά. Ποιο θεωρεί ο καθένας από εσάς ότι είναι το σημαντικότερο μάθημα που παίρνουν οι ήρωες από όλο αυτό;
Ε.Δ.: Οι ήρωες κι όχι εμείς; Γιατί εγώ, για μένα, έχω κάτι που θεωρώ ότι πήρα από αυτή την παράσταση.
– Για πες μας.
Ε.Δ.: Καταρχάς είμαστε πολύ τυχεροί, γιατί στην παράσταση αυτή έχει κάνει τη μουσική ο Ζήσης Μεζίλης και ο Κωστής Χρήστου, και έγραψαν ένα τραγούδι, το οποίο, για μένα, περιλαμβάνει όλη την ουσία του γιατί έκανα αυτή την παράσταση, γιατί επέλεξα και σαν ηθοποιός και γενικότερα να είμαι μέρος της. Είναι ένας στίχος που λέει «μια στιγμούλα να σταθούμε, τη ζωή μας ν’ ανασάνουμε». Θεωρώ ότι, επειδή αυτό το έργο έχει έναν τρομερό κύκλο, ξεκινά με την απόφαση απόκτησης ενός παιδιού, και καταλήγει σε μια λήξη ζωής, ας πούμε, με γειώνει στην πραγματικότητα, ότι η ζωή τελικά μια στιγμούλα είναι, αυτό που λέμε, ένα ανοιγόκλειμα ματιού, δεν είναι τίποτα περισσότερο. Δεν ξέρω αν αυτό μπορεί όντως να σε κάνει εύκολα να αισθανθείς περισσότερο, αλλά σε βάζει σε μια διαδικασία προσπάθειας σίγουρα. Τώρα σαν ηρωίδα, νομίζω ότι αυτό που παίρνω στο τέλος, είναι το «κάτι καλύτερο». Δηλαδή, αυτή έχει από την αρχή ως το τέλος, αυτό που είπαμε, ένα κοινωνικό πρόσημο, και προσπαθεί από την αρχή πάρα πολύ να δει το πράγμα ως εξής: «να αφήσω κάτι καλό σε αυτό τον πλανήτη». Δεν είμαι τίποτα, αλλά από τη στιγμή που υπάρχω, ας προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι καλό, ας μείνει κάτι, που θα αξίζει, που θα κάνει τα πράγματα καλύτερα. Ένα στίγμα. Δεν έχει, δηλαδή, τη στάση που έχουν κάποιοι, που λένε «έλα τώρα είμαστε, αύριο δεν είμαστε, ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε», είναι πολύ συνειδητή, θέλει να αφήσει κάτι ουσιαστικό και για μετά. Αυτά είχα να πω εγώ, επόμενος! (γέλια)
Β.Ζ.: Κοίταξε θα σου πω, εγώ δε θα σταθώ σε μια στιγμή, αν και θα μπορούσα. Θα σταθώ, όμως σε μια συνολική συνθήκη, που και σαν χαρακτήρας του έργου και σαν άνθρωπος, νιώθω ότι είναι το επίκεντρο. Η σκηνοθέτιδά μας από ‘δω, μας είπε όσο δουλεύαμε το έργο, ότι επιλέγουμε αυτοί οι δύο άνθρωποι να διαλέξουν την αγάπη, και στο τέλος να υπερισχύσει αυτή, η ουσιαστική αγάπη, που για μένα είναι και το πιο σημαντικό – σαν Βασίλης, όχι σα χαρακτήρας του έργου. Άρα, θεωρώ ότι αυτοί οι δυο χαρακτήρες, περνώντας από μια φαινομενικά πολύ κλισέ συνθήκη μιας σχέσης, με πολλά όμως σκαμπανεβάσματα, επιλέγουν στο τέλος να έχουν ως επίκεντρο την αγάπη – κι αυτό επιλέξαμε κι εμείς ως συντελεστές – και για μένα αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Μπορεί αυτό να είναι το μάθημα, και για μένα ισχύει και σαν ηθοποιό και σα χαρακτήρα. Σε όλες τις σχέσεις μου, από τη σύντροφό μου, μέχρι το συνεργάτη μου, κρατάω αυτό, ότι πρέπει να είμαστε ειλικρινείς και να επιλέγουμε πάντα το θετικό. Μπορεί να ακούγεται κλισέ, αλλά δεν είναι, και θεωρώ ότι αν αυτό προσπαθήσει ο καθένας να το κάνει σε μια μικρή πράξη στην καθημερινότητά του, φέρνει τη διαφορά. Όπως η μέλισσα, για παράδειγμα, που ενώ είναι πολύ μικρό πλάσμα, επιτελεί έναν σκοπό στη φύση, που διαμορφώνει και αλλάζει όλο τον κόσμο. Αυτό είναι για μένα η ουσία.
Ε.Λ.: Εγώ τώρα δεν ξέρω τι να πω για αυτούς τους δύο ήρωες, γιατί δεν είμαι σίγουρη ότι πήραν κάποιο ηθικό μάθημα. Όταν διάβαζα το έργο, κάπου προς τη μέση, όπου συμβαίνει ένα μοιραίο γεγονός, θυμάμαι να σκέφτομαι «ωχ, τι θα γίνει τώρα με αυτούς τους δύο», και τελικά ξαναβρίσκονται, και περνάνε όλα αυτά τα κύματα, και έρχεται το πλήρωμα του χρόνου και λοιπά, οπότε κάπως γύρισα και είπα στον εαυτό μου «they were meant to be» ας πούμε. Ήταν απλά δυο άνθρωποι που ήταν γραφτό να μείνουν μαζί, και το κατορθώσανε επειδή είχαν πολλή υπομονή κι επιμονή, και επέμειναν στο ότι έπρεπε να επικοινωνήσουν. Από ένα σημείο και μετά, κατάλαβαν πολύ ξεκάθαρα τις διαφορές τους, σταμάτησαν να προσπαθούν να αλλάξουν ο ένας τον άλλο, και απλά αποδέχτηκαν το ότι αν θέλω να είμαι με τον άλλον άνθρωπο, θα προσπαθήσω να αφήσω όσο λιγότερο γίνεται τα στοιχεία της προσωπικότητάς μου να με επηρεάσουν, και απλά θα είμαι, αυτό νιώθω για αυτούς, ότι απλά υπήρξαν.
– Πολύ ωραίο, και πολύ ουσιαστικό.
Ε.Λ.: Ναι, μου αρέσει που δεν έχει ηθικολογία το έργο. Είναι απλά μια ιστορία. Μια πολύ ωραία ιστορία, πολύ καθημερινή, για ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Που όλοι, αυτοί είμαστε, δεν είμαστε ούτε ο Άμλετ, ούτε η Οφηλία, μπορεί να διαβάζουμε αυτά τα έργα, και αν συγκινούμαστε με αυτές τις φοβερές, δραματικές ιστορίες αγάπης, που παλεύουν, και σκοτώνονται, και παίρνουν δηλητήρια, αλλά οι περισσότεροι έχουμε αυτές, τις απλές ιστορίες αγάπης, και μακάρι να έχουμε μια τέτοια. Μου άρεσε που είπαμε μια τέτοια ιστορία αγάπης, γιατί είναι πολύ ανθρώπινη, γιατί υπάρχει και ο συμβιβασμός μέσα σε αυτό.
– Ευχαριστούμε πάρα πολύ!
Ε.Δ.: Κι εμείς
Β.Ζ.: Κι εμείς
Ε.Λ.: Εμείς ευχαριστούμε!