Συνεντεύξεις

Συνέντευξη – Σύνθια Μπατσή

Η πρώτη μου γνωριμία με την Σύνθια Μπατσή ήταν το 2014 μέσα από το έργο “Αρμαντέιλ” του Ουίλκι Κόλινς που είχε ανέβει στο Σύγχρονο Θέατρο σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ασπιώτη. Από τότε ακολούθησαν πολλές παραστάσεις όπως το “Νύφη κουράγιο” με την Ζωή Λάσκαρη και η “Βερβερίτσα” του Νίκου Μουτσινά. Σε όλες η Σύνθια ήταν εξαιρετική. Τόσο σε κωμικούς όσο και σε δραματικούς ρόλους ξεδιπλώνει το ταλέντο της με μεγάλη ευκολία και ακόμα μεγαλύτερο βάθος. Είναι μεγάλη χαρά να την απολαμβάνει κάποιος στην σκηνή.

Τα τελευταία τρία χρόνια έχει συμπράξει μαζί με τον Λάζαρο Βαρτάνη και τον Στέφανο Παπατρέχα και έχουν δημιουργήσει τρεις εξαιρετικές παραστάσεις (Ονόριο, Φροσύνη και Πασού). Με αφορμή τις δύο τελευταίες που παρουσιάζονται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στην σκηνή του Θεάτρου Άβατον μιλήσαμε μαζί της για τις ηρωίδες της, για την πανδημία, για την υποκριτική αλλά και για πολύ θέατρο.

– Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με το θέατρο αλλά και ποια η πρώτη σας επαγγελματική παράσταση;
Πήγαινα πέμπτη δημοτικού και είχα την τύχη να έχω μια πολύ δραστήρια δασκάλα. Ανεβάσαμε λοιπόν το έργο «Η γειτονιά μας» της Λίας Χατζοπούλου Καραβία, στο δημοτικό θέατρο Βόλου.
Η πρώτη μου επαγγελματική παράσταση ήταν το 2003, έναν χρόνο πριν αρχίσω να φοιτώ στην δραματική σχολή του Κρατικού. Λεγόταν «Ένα κάρο παραμύθια». Αποτελούνταν από παραμύθια του Όσκαρ Ουάιλντ. Ανέβηκε στην Θεσσαλονίκη, στο δημοτικό θέατρο Καλαμαριάς «Μελίνα Μερκούρη» σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη.

– Πως αντιλαμβάνεστε την υποκριτική;
Για μένα η υποκριτική είναι το χτίσιμο-κατασκευή ενός ρόλου.Ο ηθοποιός κατασκευάζει τους ρόλους του, όπως ένας επιπλοποιός κατασκευάζει έπιπλα. Βασικά εργαλεία είναι το κείμενο, οι πληροφορίες που βρίσκει ή δημιουργεί για τον εκάστοτε ρόλο, τα εκφραστικά του μέσα και φυσικά η σκηνοθετική γραμμή. Γι’ αυτό και στο ίδιο έργο, στην ίδια σκηνοθεσία δεν θα μπορούσαμε ποτέ να δούμε την ίδια ερμηνεία από δύο διαφορετικούς ηθοποιούς.

– Νιώθετε ανασφάλεια μέσα σε έναν τόσο ανταγωνιστικό χώρο;
Νιώθω οικονομική ανασφάλεια. Δεν υπάρχει καμία σταθερότητα σε αυτό το επάγγελμα και είμαστε αναγκασμένοι να ψάχνουμε δουλειά τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο.

– Πόσο δύσκολα ήταν τα δύο χρόνια της πανδημίας σε προσωπικό αλλά και σε επαγγελματικό επίπεδο;
Σε προσωπικό επίπεδο, μου φάνηκε σαν να πέρασαν από πάνω μου δύο χρόνια που δεν έζησα. Ή τα έζησα λίγο. Λες και ο χρόνος απέκτησε άλλο νόημα.
Σε επαγγελματικό επίπεδο τώρα, η πρώτη καραντίνα με πέτυχε σε τρεις παραστάσεις ταυτόχρονα και μου χάρισε την απόλυτη ξεκούραση μέσα στο απόλυτο χάος. Στην δεύτερη ήμουν πολύ τυχερή γιατί δούλευα στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βόλου και μπορώ να σας πω με απόλυτη βεβαιότητα ότι είναι απείρως καλύτερο να ζεις μια τέτοια συνθήκη στην επαρχία από ό,τι στην Αθήνα.

– Πως επιλέγετε έναν ρόλο; Στηρίζεστε περισσότερο στο ένστικτο ή την λογική;
Είναι ένας καλός συνδυασμός. Σίγουρα παίζει μεγάλο ρόλο το πλαίσιο: ποιος μου το προτείνει, με ποιους ανθρώπους ως συντελεστές, ποιον ρόλο. Όταν έχεις δουλέψει με κάποια άτομα, ξέρεις και την αισθητική, τον κώδικα που χρησιμοποιούν και έχεις τα δεδομένα για να επιλέξεις αν θα ξανασυνεργαστείς. Από την άλλη, ακόμη και να μην γνωρίζεις κάτι από αυτά, είναι φορές που το ένστικτό σου σε παρακινεί να δεχτείς ή να αρνηθείς μια πρόταση. Και όλα αυτά φυσικά ισχύουν όταν έχω να διαλέξω ανάμεσα σε κάποιες προτάσεις. Γιατί υπάρχουν και οι φορές που το οικονομικό γίνεται το βασικό κριτήριο επιλογής. Και σε αυτήν την περίπτωση υπερισχύει η λογική ή το ένστικτο αυτοσυντήρησης.

– Φέτος σας συναντάμε για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο Άβατον με δύο έργα την “Φροσύνη” και την “Πασού”. Πείτε μας δύο λόγια για αυτά τα δύο έργα.
Είναι δυο έργα, δύο ρόλοι που αγαπώ πάρα πολύ. Δυο γυναίκες που η μοίρα έδεσε μοιραία. Η «Φροσύνη» είναι μια προσωπικότητα δυναμική, παθιασμένη και πολύ φιλελεύθερη για την εποχή της. Παρότι είναι παντρεμένη και με παιδιά, παραδίνεται στον έρωτά της για τον γιο του Αλή Πασά, Μουχτάρ. Αν σκεφτείτε πως μιλάμε για το 1811, μια τέτοια πράξη ήταν σκανδαλώδης. Ωστόσο τολμάει να ζήσει το πάθος του έρωτά της και τιμωρείται για αυτό. Η «Πασού» από την άλλη είναι η νόμιμη σύζυγος του Μουχτάρ, το αντίπαλο δέος και εκείνη που ζήτησε από τον Αλή Πασά να τιμωρηθεί η Φροσύνη, ώστε να ξανακερδίσει τον άντρα της. Και οι δυο είναι θύματα του τρόπου με τον οποίο η κοινωνία αντιμετωπίζει μια γυναίκα, των ρόλων που της δίνει και που εκείνη οφείλει να παίξει. Είναι δυο έργα που μέσα από μια αληθινή ιστορία, δίνουν δύο διαφορετικές εκδοχές. Βαθιά υπαρξιακά και έντονα.

– Πως προέκυψε η πρόταση για το “Φροσύνη/Πασού”;
Από τα πρώτα χρόνια μου σε αυτήν τη δουλειά ακόμη δήλωνα πως δεν θέλω ποτέ να παίξω μονόλογο. Ήταν κάτι που με τρόμαζε πολύ και μου δημιουργούσε μεγάλο άγχος. Με το που διάβασα όμως την «Φροσύνη» ήρθα αντιμέτωπη με ένα βαθιά γυναικείο κείμενο. Ήταν σαν ο Στέφανος Παπατρέχας (που δε γνωριζόμασταν καν προσωπικά) να είχε διαβάσει τις σκέψεις και τους προβληματισμούς μου πριν γράψει αυτό το κείμενο. Εδώ, για παράδειγμα, το ένστικτό μού μου έλεγε πως πρέπει να παίξω αυτόν τον ρόλο. Ένιωσα πως δε θα ήθελα σε καμία περίπτωση να δω κάποια άλλη να το κάνει αντί για μένα. Φυσικά ο Λάζαρος Βαρτάνης, με τον οποίο είμαστε φίλοι από τη σχολή και ξέρω το πώς δουλεύει ήταν και μια εγγύηση για το αποτέλεσμα. Μετά είδα και τον συνδυασμό των δυο στον τρόπο που σκηνοθετούν και ένιωσα ακόμη πιο σίγουρη. Δουλέψαμε πολύ ωραία οι τρεις μας. Η συνεργασία με τον Λάζαρο και τον Στέφανο είναι ένα δώρο που έχω την τύχη να υπάρχει στη ζωή μου έκτοτε. Έγινε ο πρώτος κύκλος παραστάσεων της Φροσύνης και εγώ κατάλαβα πώς είναι ωραίο τελικά να ερχόμαστε αντιμέτωποι με τους φόβους μας και να τα καταφέρνουμε. Έλα όμως που ο Στέφανος, αστείρευτος συγγραφικά, έγραψε και την «Πασού»! Άλλος ένας υπέροχος μονόλογος – δώρο για μένα. Η ίδια ιστορία από άλλη οπτική. Έπρεπε τώρα να παίζω δυο μονολόγους με μία μέρα διαφορά. Έγινε και αυτό! Για λίγο γιατί η πρώτη καραντίνα μας σταμάτησε. Και φτάσαμε εδώ στον Φεβρουάριο του 2022 που δεν γινόταν φυσικά να μην αυξήσουμε λιγάκι ακόμα την πρόκληση και έτσι φέτος θα παίζονται και οι δύο μονόλογοι και κάθε Δευτέρα και κάθε Τρίτη.

– Πως είναι να συνεργάζεστε με δύο ανθρώπους που γνωρίζεστε χρόνια και είναι και φίλοι σας;
Με τον Λάζαρο μας συνδέει μακροχρόνια φιλία από το 2001. Με ξέρει και τον ξέρω πολύ καλά και έχουμε ζήσει πάρα πολλά πράγματα μαζί. Τον Στέφανο τον γνώρισα μέσα από τη «Φροσύνη», αλλά ήδη μετράμε 3 χρόνια γνωριμίας και 3 συνεργασίες. Είναι τεράστιο δώρο να με σκηνοθετούν οι δυο τους. Αλληλοσυμπληρώνονται τέλεια μεταξύ. Η συνεργασία μας είναι απολαυστική και πολύ δημιουργική. Έχουμε κοινή αισθητική και κώδικες. Υπάρχει εμπιστοσύνη και ελευθερία.

– Μιλήστε μας για τις δύο ηρωίδες σας. ‘Εχετε κοινά στοιχεία μαζί τους;
Παρότι οι δυο αυτές γυναίκες είναι πολύ διαφορετικές η μία από την άλλη, εγώ νιώθω πως έχω στοιχεία και από τις δύο. Σε διαφορετικές στιγμές της ζωής μου έχω βιώσει συναισθήματα που νιώθουν και η Φροσύνη και η Πασού. Αυτό που δένει όμως και τις τρεις μας είναι το υπαρξιακό κομμάτι που έχουν τα έργα, η αναζήτηση του ποιοι είμαστε στα αλήθεια, πώς οι άλλοι καθορίζουν το ποιοι είμαστε και το πόση δύναμη χρειάζεται για να αποτινάξεις τις προσδοκίες των άλλων από εσένα και να «πατήσεις ξανά στα πόδια σου, να κόψεις μια και καλή το νήμα και με χαμόγελο να κάνεις το πρώτο βήμα χωρίς να ακολουθείς κανέναν».

– Συμπάσχετε μαζί τους; Κατανοείτε τις πράξεις και τις επιλογές τους;
Νομίζω πως ναι. Χωρίς να σημαίνει πως αποδέχομαι πχ πως η Πασού ζητάει να πνίγουν 18 γυναίκες στην λίμνη των Ιωαννίνων. Αν δει όμως κανείς τις παραστάσεις, θεωρώ πως θα κατανοήσει τον τρόπο που και οι δυο έζησαν και έδρασαν. Η κοινωνία μέσα στην οποία έζησαν, ο τρόπος που μεγάλωσαν και ο χαρακτήρας που διαμόρφωσαν έπαιξαν καθοριστικό ρόλο και δεν μπορώ να μην τα λάβω υπόψη, να μην συμπονέσω μια γυναίκα που θανατώνεται λόγω του έρωτά της ή μια γυναίκα μόνη που το μοναδικό που έχει είναι ένας σύζυγος που όμως αδιαφορεί για αυτήν και ζει με κάποια άλλη όλα όσα εκείνη ονειρεύτηκε. Δε θα μπορούσα να παίξω ούτε τη Φροσύνη ούτε την Πασού αν δεν συνέπασχα με αυτές.

– Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε στην προσέγγιση των ηρωίδων σας;
Αρχικά είναι πολύ δύσκολο να ερμηνεύεις δυο γυναίκες ουσιαστικά αντίπαλες. Την νόμιμη σύζυγο και την ερωμένη, τον θρύλο και την προσωπικότητα που έμεινε στην αφάνεια, τον θύτη και το θύμα. Έχοντας αγαπήσει τη Φροσύνη, στην αρχή δυσκολεύτηκα να νιώσω κοντά μου την Πασού. Τώρα αισθάνομαι πως έχω και με τη μία και με την άλλη ένα πολύ ιδιαίτερο δέσιμο. Πέρα από αυτό, μιλάμε για δυο μονολόγους. Είναι μια πρόκληση διπλή που κάθε φορά καλούμαι να φέρω εις πέρας, δικαιώνοντας και τις δύο αλλά και τη δουλειά μας.

– Πόσο δύσκολο είναι να παίζετε δύο διαφορετικές παραστάσεις την μία πίσω από την άλλη;
Προς το παρόν το έχω δοκιμάσει μόνο σε πρόβες. Και είναι αστείο γιατί τελειώνοντας και τον δεύτερο μονόλογο νιώθω πως μπορώ να κάνω άλλους δύο. Αυτή η αίσθηση όμως κρατάει σχεδόν 10 λεπτά. Μετά το μόνο που θέλω είναι να βρεθώ στο κρεβάτι μου.

– Γιατί κάποιος να διαλέξει τις παραστάσεις σας για την ψυχαγωγία του;
Γιατί είναι δυο πολύ ωραία νέα έργα, δυο παραστάσεις που έγιναν με πολλή αγάπη και πολλή δουλειά. Κυρίως όμως γιατί αγγίζουν θέματα που αφορούν εμάς σήμερα, το πώς τα κοινωνικά «πρέπει» διαμορφώνουν όχι μόνο τη γυναίκα αλλά γενικότερα όλους μας, πώς εμείς διαχειριζόμαστε τις καταστάσεις μέσα από όσα έχουμε βιώσει και μέσα από όσα μας έχουν καθορίσει. Τέλος, για να δει δυο διαφορετικές οπτικές της ίδιας αληθινής μα και σκληρής ιστορίας και να αποφασίσει μόνος του τι ώθησε την καθεμία σε όσα έκανε και έπαθε.

Του Περικλή Μπίκου, 23/2/21

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.