Η Άποψή μας για την παράσταση «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» του Ματέι Βίζνιεκ από την ομάδα The Young Quill στο Θέατρο Μπέλλος
Γράφει η Στεφανία Τσουπάκη
14/12/23
Πάνω και κάτω κόσμος μπλέκονται μ ένα ποιητικό τρόπο. Ο κάτω είναι γεμάτος συχώρεση και νοιάξιμο. Ο πάνω, συνεχίζει να υπάρχει μέσα απ’την χειραγώγηση, την εκμετάλλευση, την απονιά. Ανάμεσα σ αυτά τα δυο έχει μεσολαβήσει ένας πόλεμος. Η μάλλον ο Πόλεμος.
Η ομάδα Υoung Quill με την καθοδήγηση της Αικατερίνης Παπαγεωργίου δίνει και πάλι ένα σημαντικό παρών αυτό τον θεατρικό χειμώνα στο θέατρο Μπέλλος, στην Πλάκα. Μ’ένα έργο πολύ λυπητερό στην ουσία του. Που όμως καταφέρνει μέσα από μια ιδανικά σουρρεαλιστική ματιά να μας κερδίσει ολοκληρωτικά.
Ένας φόρος τιμής θα έλεγε κανείς του συγγραφέα Ματέι Βίσνιεκ, στο απέραντο νεκροταφείο των Βαλκανίων που τα χώματά τους βρίθουν από νεκρούς όλων των εθνικοτήτων και εθνοτήτων μέσα στα χρόνια. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι γυρνά μετά τον πόλεμο στα πάτρια εδάφη και στο μισοκαμένο του σπίτι για να ζήσουν τη ζωή που τους απομένει. Προτεραιότητα όμως έχει γι’αυτούς να βρουν το νεκρό παιδί τους και να του προσφέρουν μια κανονική κηδεία. Σκάβουν τον κήπο, ψάχνουν στο βρωμερό πηγάδι σκάβουν το ίδιο το δάσος, αλληλοπαρηγορούνται κι αλληλοενθαρρύνονται. Μοιάζει σαν να ζητούν το ανέφικτο. Οι εκμεταλλευτές του πόνου θα τους μυριστούν και θα προσπαθήσουν να τους απομακρύνουν απ’το στόχο τους ξεγελώντας τους με θλιβερά υποκατάστατα.
Μα εκείνοι επιμένουν. Το πνεύμα του γιού τους τούς συντροφεύει πότε ελαφρύ και χαρούμενο και πότε μελαγχολικό, μέχρι που ένα ξεκάθαρο σημάδι από εκείνον έρχεται να βάλει τέλος στην αγωνία τους και να δικαιώσει τις προσπάθειές τους. Παράλληλα, χιλιόμετρα μακριά, σε μια άλλη χώρα, μια νέα γυναίκα που γλύτωσε κι αυτή απ’τον πόλεμο, εκπορνεύεται για να συνεχίσει τη ζωή που κέρδισε. Ένας άλλος αργός θάνατος, εκείνος της ψυχής, την έχει αγκαλιάσει σφιχτά μα ένα τυχαίο γεγονός έρχεται να την σώσει απ’τα σκοτάδια και να την εναποθέσει τρυφερά πάλι στα πατρικά χώματα.
Το έργο του Βίσνιεκ μιλάει για πολλά. Αντιπολεμικό στη βάση του ξεκινά απ’την πρώτη σκηνή με την ανατριχίλα που φέρνει ένας εμφύλιος, ο πιο σπαραχτικός όλων των πολέμων. Και προχωρώντας, περιγράφει το μεταπολεμικό κλίμα που δεν έχει τίποτα από δόξα ή θρίαμβο. Μόνο κούφιες μεγαλοστομίες απ’την νέα κρατούσα τάξη και προσπάθειες των ανθρώπων να μαζέψουν τα κομμάτια τους, να εκτιμήσουν στοιχειωδώς τη ζωή που τους χαρίστηκε και να την συνεχίσουν. Και όπως πάντα, κάποιοι, να βγάζουν γρήγορο κέρδος πάνω στ’αποκαίδια γιατί, τελικά, ζωή χωρίς ΚΑΙ αυτούς δεν νοείται.
Η μητρική αγάπη … άλλη μια παράμετρος του έργου. Το απέραντο κενό μιας μάνας που δεν είδε ποτέ το παιδί της νεκρό … η ανάγκη ν αποδοθεί το ύστατο χρέος μέσα από μια ταφή. Μια υπόσχεση για μια τελευταία στιγμή αποχαιρετισμού που, αν δεν εκπληρωθεί, μπορεί να οδηγήσει στην τρέλα.
Μια τρίτη πτυχή που αναδεικνύεται…η σεξουαλική εκμετάλλευση από κυκλώματα που προσεγγίζουν κάθε ευάλωτη, απελπισμένη, ανήμπορη ν αντιδράσει γυναίκα. Εδώ, ο πόλεμος που διαλύει τους ανθρώπινους δεσμούς, ξεριζώνει και οδηγεί στην ανέχεια είναι η αιτία γι’αυτή την βαθιά έκπτωση της γυναικείας προσωπικότητας που παρακολουθούμε επί σκηνής.
Σκηνοθεσία ευφυής μέσα από μια λιτή και ουσιαστική προσέγγιση της ιστορίας. Το ξεκίνημα με το διάλογο των δυο πολεμιστών, συγκλονιστικό. Το εύρημα με τ’άδεια πουκάμισα των παλιών και νέων νεκρών που «συγχρωτίζονται» με τον πεθαμένο γιό στον άλλο Κόσμο, συγκινεί επίσης. Η απόδοση των αλληγορικών μορφών που πλαισιώνουν τους ήρωες (από την ισχυρή κρατούσα τάξη που επιβάλλει το δίκιο της, ως τον εκμεταλλευτή εργοδότη και τον πονηρό γείτονα) τονίζοντας την ενδοτικότητα, την αδιαφορία, την αναλγησία ή την αυταρχικότητα που τους περιβάλλει, είναι απόλυτα πετυχημένη. Μεγάλο μπράβο στην Αικατερίνη Παπαγεωργίου!
Οι ηθοποιοί, με καλή χημεία μεταξύ τους, μαγεύουν στους πολλαπλούς τους ρόλους. Η Μάνια Παπαδημητρίου (Μάνα/προαγωγός) δεν χρειάζεται συστάσεις. Έχει πολλά χιλιόμετρα υποκριτικής τέχνης πίσω της και αποσπά εύκολα από το θεατή το γέλιο αλλά κυρίως το δάκρυ. Ήταν ιδανική μάνα χαμένη στα σκοτάδια της, μ’αυτή την εμμονή την επανασύνδεσης να την κυριεύει μέχρι την ύστατη ώρα. Ο Πατέρας του Δημήτρη Πετρόπουλου ήταν μια πρόκληση καθώς με πολύ λιτό κείμενο, μ όλες αυτές τις μονολεκτικές του απαντήσεις -πολύ κοντά στη σιωπή θά’λεγε κανείς – καταφέρνει να δώσει την αξιοπρέπεια του ηττημένου, την εγκαρτέρηση και μια ενορατική στάση στα πράγματα που τον φέρνει πολύ κοντά με το πνεύμα του πεθαμένου γιού.
Ο Τάσος Λέκκας σαν Βίμπκο, απλά εξαιρετικός! Στην υπέροχη πρώτη σκηνή του έργου ζωντανός και ζωηρός δίνει, εν μέσω πυρών, τα πρώτα σημάδια του ψυχικού μεγαλείου του ήρωά του. Μετά, σαν φάντασμα του Βίμπκο, ξεδιπλώνει κι άλλο την υποκριτική του δεινότητα και μας κάνει να γελάμε … να βουρκώνουμε… να προβληματιζόμαστε με την φρίκη του πολέμου και του αγιάτρευτου πένθους που γεννάει. Ο Αλέξανδρος Βάρθης, ταλαντούχος και πολύτιμος καθώς μέσα από τους χαρακτηριστικούς ρόλους που υποδύεται μας δημιουργεί με σαφήνεια τον περίγυρο αυτού του ιδιαίτερου παραμυθιού (εξουσία, ενδοτισμός, σκοτεινά ένστικτα). Άφησα για το τέλος την επίσης ικανότατη Ελίζα Σκολίδη. Τόσο σαν εξαχρειωμένη Ιντα που μέσα σε εξευτελισμούς κρατά μια νοσταλγική αθωότητα όσο και σαν παμπόνηρη γριά, καρικατούρα του αιώνιου οπορτουνιστή που ξεθεμελιώνει αξίες χάριν του γρήγορου κέρδους, ήταν πάρα πολύ καλή στο παίξιμό της.
Τελικά η λέξη «πρόοδος» ηχεί στ’αλήθεια πολύ ψεύτικη και φάλτσα όταν ξέρουμε ότι πάνω στον πλανήτη υπάρχουν ακόμα καταστάσεις σαν κι αυτές που περιγράφει ο Βιζνιεκ. Όσο ο άνθρωπος συνεχίζει ν αδιαφορεί για τον άνθρωπο χάριν της εξουσίας και του οικονομικού συμφέροντος, οποιαδήποτε πρόοδος μοιάζει να χάνει εντελώς το νόημά της.
(Ο Ματέι Βίζνιεκ, από την Ρουμανία, 67 ετών σήμερα, ξεκίνησε να γράφει λογοτεχνία και καταγγελτικό θέατρο μέσα στο γνωστό καταπιεστικό καθεστώς Τσαουσέσκου και όπως είναι φυσικό κυνηγήθηκε γι’αυτό. Έτσι, αποφάσισε να ζητήσει πολιτικό άσυλο στο Παρίσι το 1987 κι έκτοτε ζει εκεί, γράφει στα γαλλικά και είναι αναγνωρισμένος παγκοσμίως πλέον για το έργο του. Το συγκεκριμένο «Le mot progres dans la bouche de ma mere sonnait terriblement faux» του 2005, έχει αποσπάσει το πρώτο βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου της Αβινιόν, το 2009 κι έχει παιχτεί μεταφρασμένο σε πολλές χώρες του κόσμου).
Περισσότερα για την παράσταση ΕΔΩ