Συνεντεύξεις

Ανδρέας Φλουράκης: «Το Ταπ-άουτ δεν είναι απαραίτητα ήττα, είναι και επιλογή αυτοπροστασίας»

Συνέντευξη στην Κατερίνα Δημητρακοπούλου
02/05/25

“Το έργο γράφτηκε το 2017 και οκτώ χρόνια μετά από το πρώτο ανέβασμα φαίνεται σαν να μην πέρασε μια μέρα. Ό,τι υπογραμμίζει το “Ταπ Άουτ” είναι ακόμα παρόν: το ξεζούμισμα της νέας γενιάς, η λούπα της οικονομικής κρίσης, η φθορά από την άγρια καθημερινότητα, η έλλειψη ιδανικών και κουλτούρας, ο αποπροσανατολισμός, ο συντηρητισμός, η ξενοφοβία, το μίσος, η απόγνωση… Όλα είναι εδώ, υπάρχουν σήμερα ζωντανά και δυνατά, ίσως ακόμα πιο δυνατά από την εποχή που γράφτηκε το έργο. Και εμείς επιμένουμε να παλεύουμε, ο καθένας με τον τρόπο του, ποντάροντας στην ανθρωπιά, ξέροντας πως ίσως χάσουμε σ’ αυτό τον γύρο. Ευτυχώς, η ελπίδα γονατίζει τελευταία.”
Ανδρέας Φλουράκης

Με αυτά τα λόγια ο Ανδρέας Φλουράκης μας συστήνει το Ταπ-άουτ και μας μίλησε για την παράσταση που ανεβαίνει στο Θέατρο Μικρό Γκλόρια από τον σκηνοθέτη Γιώργο Κατσιφή και την Κάτια Νεκταρίου στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

– Το έργο σας Ταπ-άουτ μας το συστήσατε ο ίδιος, υπογράφοντας και τη σκηνοθεσία στη Β΄ Σκηνή του θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας το 2017. Φέτος ανεβαίνει στη σκηνή του θεάτρου Μικρό Γκλόρια σε σκηνοθεσία Γιώργου Κατσιφή. Θέλετε να μας μιλήσετε πως εμπνευστήκατε την πλοκή;
Το Ταπ-άουτ γεννήθηκε από την ανάγκη να μιλήσω για την καθημερινότητα και τον συνεχόμενο αγώνα που δίνουμε οι περισσότεροι από εμάς. Το πλαίσιο του πυγμαχικού ρινγκ μου φάνηκε ιδανικό: ένας χώρος σκληρός, έντονα σωματικός. Ήθελα να εξερευνήσω πώς διαχειρίζεται κανείς την πίεση να σταθεί «όρθιος», ακόμη και όταν μέσα του έχει καταρρεύσει. Το 2017 είχα τη χαρά να παρουσιάσω το έργο ο ίδιος στη Β΄ Σκηνή του θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας με τον εξαιρετικό ηθοποιό Τάσο Κορκό. Μεσολάβησε μία παράσταση στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Αγρινίου και φέτος, η νέα σκηνοθετική πρόταση του Γιώργου Κατσιφή στο θέατρο Μικρό Γκλόρια, με την ερμηνεία της Κάτιας Νεκταρίου στον ρόλο του μποξέρ, μετατοπίζει τον άξονα της αφήγησης φωτίζοντας με πολύ σημερινό τρόπο τα έμφυλα στερεότυπα.

– Επιθυμείτε να είστε παρών στις πρόβες;
Σπάνια πηγαίνω σε πρόβες. Μόνο όταν, για κάποιο λόγο, είναι απολύτως αναγκαίο. Πιστεύω πως το έργο, από τη στιγμή που παραδίδεται, περνάει στα χέρια εκείνων που θα το ζωντανέψουν. Δεν με ενδιαφέρει να επιβλέπω ή να καθοδηγώ. Το θέατρο είναι συλλογική τέχνη, κι έχω εμπιστοσύνη στη φαντασία του σκηνοθέτη και την ερμηνευτική δύναμη των ηθοποιών. Αν χρειαστεί να είμαι παρών για μια αποσαφήνιση ή για μια κουβέντα, θα είμαι, αλλά θέλω το έργο να γίνει δικό τους, να το φιλτράρουν μέσα από τα δικά τους βιώματα. Μόνο έτσι μπορεί να πάει πιο μακριά από αυτό που εγώ αρχικά φαντάστηκα.

– «Ταπ άουτ», όρος του kickboxing όπου ο αντίπαλος χτυπά τα χέρια του στο δάπεδο του ρινγκ για να δηλώσει την παραίτηση του από τον αγώνα. Είναι η ζωή μας σήμερα μία μάχη επιβίωσης;
Στις μέρες μας πολύ συχνά νιώθουμε πως η ζωή μοιάζει με έναν διαρκή αγώνα επιβίωσης, υπάρχει οικονομική πίεση, ψυχολογική φθορά, απαιτήσεις που ξεπερνούν τα ανθρώπινα όρια. Δεν είναι λίγες οι στιγμές που αισθανόμαστε την ανάγκη να χτυπήσουμε τα χέρια στο δάπεδο και να παραιτηθούμε. Το σημαντικό είναι να κατανοήσουμε πως ακόμα κι αυτό το «ταπ άουτ» δεν είναι απαραίτητα ήττα, μπορεί να είναι μια συνειδητή παύση, μια επιλογή αυτοπροστασίας, μια απόφαση να πάρουμε λίγο χρόνο και να ανασυγκροτηθούμε. Η ζωή ίσως πράγματι μοιάζει με μάχη, αλλά το ζητούμενο δεν είναι η νίκη. Είναι η αντοχή, η αυτογνωσία, να μην χάσουμε το μέτρο και το χιούμορ μας και τελικά, η ελευθερία να ορίσουμε εμείς τους όρους του δικού μας αγώνα.

– Οχτώ χρόνια μετά, έχει αλλάξει κάτι στην ελληνική κοινωνία, στην ευρωπαϊκή κοινότητα, σε παγκόσμιο επίπεδο;
Έχουν αλλάξει πράγματα, αλλά όχι πάντα όπως θα ελπίζαμε. Η ελληνική κοινωνία έχει περάσει μέσα από αλλεπάλληλους κύκλους κρίσης και προσαρμογής. Υπάρχει περισσότερη εξοικείωση με την ανασφάλεια και την αδικία∙ και μια μεγαλύτερη σκληρότητα στην καθημερινότητα. Η Ευρώπη μοιάζει με μια ήπειρο που παλεύει να θυμηθεί τι σημαίνει ένωση και σε παγκόσμιο επίπεδο, οι ανισότητες έχουν βαθύνει, η τεχνολογία τρέχει πιο γρήγορα από την ηθική μας, η κλιματική κρίση πλέον δεν είναι απειλή του μέλλοντος και βλέπουμε καθημερινά να συμβαίνουν σημεία και τέρατα. Κι όμως, μέσα σε όλα αυτά, υπάρχουν και αντιστάσεις. Άνθρωποι που δημιουργούν, που τολμούν, που επιμένουν. Ίσως αυτό να είναι η πιο ουσιαστική αλλαγή: η συνειδητοποίηση πως κανείς δεν θα μας σώσει και πρέπει να ξαναορίσουμε εμείς το νόημα της κοινότητας, της φροντίδας και της ανθρωπιάς μας.

– Στο δελτίο τύπου του Ταπ-άουτ αναφέρεται «μετά την παράσταση η μπουνιά της ενδέχεται να σας ακολουθήσει…». Πιστεύετε πως το θέατρο μπορεί να δώσει ώθηση στον θεατή να διεκδικήσει ξανά τα χαμένα κεκτημένα;
Αν το θέατρο δεν αφήνει κάποιο αποτύπωμα, μια μπουνιά στο στομάχι, ένα τσίμπημα στη συνείδηση, ένα κάλεσμα σε δράση… τότε ίσως δεν έχει κάνει τη δουλειά του. Το θέατρο, όταν είναι ζωντανό και ειλικρινές, δεν είναι απλώς καθρέφτης της πραγματικότητας, αλλά σε ταρακουνά, σε κάνει να νιώσεις, να θυμηθείς, να θυμώσεις, να γελάσεις, να συγκινηθείς… Τα κεκτημένα δεν χάνονται μόνο με νόμους ή κρίσεις· χάνονται και με την αδιαφορία. Η μπουνιά της παράστασης, αν είναι τίμια, δεν πονάει απλώς, σε ξυπνάει.

– Παράλληλα με το Ταπ άουτ, ανεβαίνει αυτή την εποχή στην Τουρκία το έργο σας “Φύλλα της”, μπορείτε να μας πείτε κάτι για αυτό;
Το “Φύλλα της” γράφτηκε πριν από περισσότερα από είκοσι χρόνια και έχει πίσω του μια ενδιαφέρουσα διαδρομή: ξεκίνησε το 2003 στα πλαίσια της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, με τη Λυδία Φωτοπούλου σε σκηνοθεσία του Γιάννη Μόσχου. Από τότε ανέβηκε ξανά το 2010 και 2011 σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη με τη Λίλα Καφαντάρη σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη, το 2013 στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Σερρών με την Καλλιόπη Ευαγγελίδου σε σκηνοθεσία του Παναγιώτη Μέντη, το 2017 στη Γαλλία, στη La Charité-sur-Loire, από τη γαλλική ομάδα Théâtre en vitrine, και το 2020 στην Κωνσταντινούπολη από την Esen Özman. Αυτή την περίοδο το έργο ανεβαίνει στην Τραπεζούντα, στο Dönüşüm Tiyatro, σε σκηνοθεσία Ensar Kaplan και με τη Semiha Özcelep στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Είναι μια ξεχωριστή στιγμή που η παράσταση γίνεται σε έναν τόσο ιδιαίτερο ιστορικό τόπο και αποδεικνύει πως το θέατρο μπορεί ακόμα να γεφυρώνει με τον τρόπο του τα έθνη και τους πολιτισμούς.

-Είστε από τους ελάχιστους έλληνες θεατρικούς συγγραφείς που γίνονται εδώ και δύο δεκαετίες τα έργα στο εξωτερικό. Πώς αισθάνεστε;
Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι νιώθω ευγνωμοσύνη. Όχι με την έννοια της επιτυχίας, αλλά με την έννοια του διαλόγου. Το να ταξιδεύει ένα έργο σου στο εξωτερικό, να παίζεται σε άλλες γλώσσες, να γίνεται από άλλους ανθρώπους με άλλη πολιτισμική εμπειρία, είναι κάτι το πολύτιμο. Ειδικά για έναν συγγραφέα από μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα. Κι αυτό δεν το επιδίωξα «στρατηγικά», απλώς έγραφα πάντα γι’ αυτά που δεν μπορούσα να μην γράψω.

– Το πιο παιγμένο έργο σας είναι το “Θέλω μια χώρα” που γράφτηκε το 2012 και πρόσφατα παίχτηκε από δύο διαφορετικούς θιάσους στις δύο πλευρές του κόσμου, ΗΠΑ και Ινδία. Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια για αυτές τις παραστάσεις και για το αν θα υπάρχει επόμενη στάση του έργου;
Το “Θέλω μια χώρα” είναι το πιο πολυταξιδεμένο έργο μου, και είναι πάντα συγκινητικό να το βλέπω να αποκτά νέα υπόσταση μέσα από διαφορετικές κουλτούρες και γλώσσες. Φέτος έγινε σε δύο ξεχωριστές παραστάσεις του έργου, σε δύο τελείως διαφορετικά σημεία του κόσμου: Στο Λος Άντζελες, το City Garage Theatre παρουσίασε μια δυναμική και βαθιά πολιτική εκδοχή του έργου, που κατάφερε να συνδεθεί έντονα με το κοινωνικό τοπίο της Αμερικής του Τραμπ. Λίγο εβδομάδες μετά, στο Φεστιβάλ Θεάτρου Manch, παρουσιάστηκε στα Χίντι με εντελώς νέα ενέργεια, προσαρμοσμένη στην πολιτική και πολιτισμική πραγματικότητα της Ινδίας. Η επόμενη στάση αυτής της διαδρομής θα είναι η Ιταλία, μια ολοκαίνουργια παράσταση ετοιμάζεται αυτή τη στιγμή στην Μπολόνια και θα κάνει πρεμιέρα τέλη Ιουνίου.

– Τι γράφετε αυτόν τον καιρό;
Αυτή την περίοδο μόλις ολοκλήρωσα ένα καινούργιο έργο με τον τίτλο Πώς έμαθε το ψάρι Αγγλικά. Πρόκειται να παρουσιαστεί στις 5 Μαΐου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, από τον Μενέλαο Χαζαράκη και την Κλεοπάτρα Τολόγκου. Αυτό το αναλόγιο θα γίνει στο πλαίσιο της Ημερίδας για το «Αρχείο Νίκου Εγγονόπουλου: Ψηφιοποίηση, Τεκμηρίωση και Δημοσιοποίηση της Πολιτιστικής Κληρονομιάς», μετά το έργο θα πάρει τον δρόμο του.

– Μία συμβουλή στους νέους θεατρικούς συγγραφείς;
Γράψτε για να πείτε κάτι που δεν σας αφήνει να κοιμηθείτε, κάτι που αν δεν το βγάλετε στο χαρτί, θα σαπίσει μέσα σας. Το θέατρο δεν χρειάζεται μόνο ωραία λόγια· χρειάζεται αλήθεια. Κι όταν λέω αλήθεια δεν εννοώ ρεαλισμό, που βρίσκουμε πλέον άφθονο και σε κακή ποιότητα στην τηλεόραση και στο θέατρο. Επιπλέον, θα τους έλεγα να μη φοβούνται να είναι άβολοι, ευάλωτοι, πολιτικοί, θυμωμένοι, παράδοξοι, παράλογοι, αστείοι… κυρίως το τελευταίο γιατί έχουμε πήξει με τον σοβαροφανή διδακτισμό. Και να μην ζητούν την άδεια κανενός.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.