Χριστίνα Λυκοτσέτα: “Θέλουμε να αναδείξουμε τις ιστορίες των αόρατων ανθρώπων, με απλότητα και ειλικρίνεια”
Συνέντευξη στον Περικλή Μπίκο,
25/09/25
Στο Μπάγκειον ανεβαίνει για 2η χρονιά η παράσταση “Ιερά Οδός 343” σε σύλληψη και δραματουργική επεξεργασία της Χριστίνας Λυκοτσέτα βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Μαρίας Φαφαλιού. Η παράσταση αφορά αποσπάσματα από μαρτυρίες που αντλήθηκαν μέσα από τα βιώματα των ίδιων των πρωταγωνιστών που έζησαν μέσα στο Δρομοκαΐτειο από την περίοδο του Βιζυηνού, του Μητσάκη και του Φιλύρα, καθώς και πολλών άλλων ψυχικά ασθενών που έμειναν στο Ίδρυμα και που πολλές φορές εγκαταλείφθηκαν από τις οικογένειές τους. Οι αφηγήσεις εναλλάσσονται και έρχονται να αναδείξουν εκτός από τα βιώματα των ίδιων των ασθενών, τις απόψεις, τις εμπειρίες και τα στερεότυπα που κουβαλούν συγγενείς, φίλοι, νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό καθώς και όλοι οι «σημαντικοί άλλοι» των οποίων η στάση διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην πορεία και την εξέλιξη της ένταξης των ψυχικά ασθενών στην κοινωνία των «υγιών».
Με αφορμή την παραπάνω παράσταση μιλήσαμε με την δημιουργό της για όλα όσα έμαθε από αυτή της την περιήγηση σε έναν αόρατο, προς τους πολλούς, κόσμο που μέχρι πριν λίγα χρόνια αποτελούσε ταμπού ακόμα και οι αναφορά στο παραπάνω Ίδρυμα.
– Τι σας τράβηξε στο βιβλίο της Μαρίας Φαφαλιού “Ιερά Οδός 343. Μαρτυρίες από το Δρομοκαίτειο” ώστε να προχωρήσετε στην δραματοποίηση ιστοριών από το βιβλίο;
Το βιβλίο της Μαρίας Φαφαλιού δεν είναι θεατρικό, αλλά μία έρευνα της ίδιας της συγγραφέως που ξεκινά από την ίδρυση του Δρομοκαϊτείου και φτάνει έως τέλη της δεκαετίας του ‘80. Μέσα σε αυτό, ο αναγνώστης παρακολουθεί την εξέλιξη της ψυχιατρικής. Από την εποχή των σιδερένιων κλουβιών, μέσα στα οποία ζούσαν οι ψυχικά πάσχοντες, των ηλεκτροσόκ και των καθηλώσεων (μια πρακτική που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα), αλλά και κάποιων ευεργετικών μεθόδων θεραπείας όπως η εισαγωγή της απασχολιοθεραπείας ή εργασιοθεραπείας, όπως είναι ευρύτερα γνωστή. Ο αναγνώστης βομβαρδίζεται από πολλές πληροφορίες που μπορεί και να προσπεράσει, γιατί κάποιες από αυτές είναι ιατροκεντρικές. Στο σημείο όπως που θα σταθεί είναι στις απλές ανθρώπινες ιστορίες. Και τον αφοπλιστικά ειλικρινή τρόπο με τον οποίο αφηγούνται τις περιπέτειές τους οι ίδιοι οι ασθενείς.
– Πως έγινε η επιλογή των ιστοριών που παρουσιάζονται;
Η επιλογή ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία. Όχι τόσο γιατί έπρεπε να επιλέξω ποιες ιστορίες θα εντάσσονταν, αλλά για εκείνες που θα αποφάσιζα να μείνουν εκτός. Όταν συνειδητοποίησα πως δεν μπορώ να πω όλα όσα θα ήθελα, μέσα από μια παράσταση και ξεπέρασα το στάδιο της ενοχής και της παγίδας του διδακτισμού, τότε η δουλειά έγινε λίγο πιο εύκολη. Άλλωστε, τα έργα, όταν έχουν ενδιαφέρον, σε απασχολούν για καιρό και αποτελούν αφορμή για συζήτηση. Ο βασικός άξονας στον οποίο κινήθηκα ήταν εκείνος της «αποδοχής». Όχι με την έννοια της βαρύγδουπης, ακαδημαϊκού τύπου επιφανειακής «συμπερίληψης», αλλά της ανάδειξης αφηγήσεων που με άγγιξαν βαθύτερα, μέσα από τις οποίες καταρρίπτονταν και όλα τα κλισέ.
– Ποια ιστορία σας άγγιξε περισσότερο, που ενδεχομένως μπορεί και να μην έχει συμπεριληφθεί στην παράσταση;
Θα αναφέρω κάποιες ιστορίες που δεν εντάχθηκαν στην παράσταση και που σε μια δεύτερη απόπειρα θα φρόντιζα να τις αναδείξω. Είναι η ιστορία της Χρυσούλας που μετά από παρότρυνση του ιατρικού προσωπικού ξεκίνησε να φτιάχνει καφεδάκια, μέσα στο ψυχιατρείο και να τα πουλάει, για να εξασφαλίσει τα «ρουχαλάκια» και το «χαρτζιλικάκι» της, όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Η ιστορία του Ντίνου που μπήκε στο ψυχιατρείο 13 ετών, με κοντά παντελονάκια και παρέμεινε 67 χρόνια, μέχρι το θάνατό του. Και εκείνη ενός οικοδόμου από τη Μυτιλήνη που το παιδί του νοσηλεύτηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο Δρομοκαΐτειο. Ο πατέρας επισκεπτόταν κάθε μέρα το παιδί του, δεν έλειψε ούτε μια μέρα. Ούτε όταν χιόνισε στην Αθήνα και έκλεισαν όλοι οι δρόμοι. Εκείνος κατάφερε να προσεγγίσει το ίδρυμα με τα πόδια. Κι όταν ρωτήθηκε από τον Διευθυντή γιατί δεν έκατσε σπίτι του, η απάντηση του ήταν: «όχι, κύριε Διευθυντά, πρέπει να έρθω να δω το παιδί μου». Αυτή η τόσο απλή, αλλά συγκινητική φράση, εμπεριέχει την άνευ όρων αγάπη του γονιού προς το παιδί του, που στην περίπτωση όμως των ψυχικά ασθενών δεν είναι πάντα δεδομένη.
– Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στο ανέβασμα της παράστασης;
Να αναδείξουμε τις ιστορίες των αόρατων ανθρώπων, με απλότητα, ειλικρίνεια, δίχως να κουνάμε το δάχτυλο στους θεατές. Να καταφέρουμε να συγκινήσουμε, χωρίς να κάνουμε επίκληση στο συναίσθημα.
– Επισκεφθήκατε το Δρομοκαΐτειο στην διάρκεια των προβών. Έτυχε να μιλήσετε με κάποιους από τους τρόφιμους ή από το νοσηλευτικό προσωπικό; Ποια ήταν τα συναισθήματά σας και ποιες σκέψεις σας γέννησε η παρουσίας σας εκεί;
Αρχικά, προκειμένου να μας δοθεί η άδεια για να κάνουμε πρόβες, έτσι ώστε να πραγματοποιήσουμε μια παράσταση μέσα στο ψυχιατρείο, για την Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας, έπρεπε να κάνουμε μια παρουσίαση της δουλειάς μας στο ΔΣ του Δρομοκαϊτείου. Η άδεια μας δόθηκε αμέσως, κάτι εξαιρετικά θετικό γιατί έτσι καταφέραμε να συνομιλήσουμε με ασθενείς και νοσηλευτικό προσωπικό. Μια μέρα ενώ πίναμε καφέ μαζί με κάποιους ασθενείς, βρεθήκαμε μπροστά σε μια διένεξη. Ο ένας εξ αυτών παρότρυνε τους υπόλοιπους να σταματήσουν γιατί ήμασταν εμείς παρόντες. Τότε, μια κοπέλα φώναξε: «άστους, για να μαθαίνουν κι εμάς τους τρελούς». Και τότε θυμήθηκα ένα απόσπασμα από το βιβλίο: «Γράψτε για μας. Γράψτε για τη ζωή του καθενός. Πως καταντάμε, πως ήρθαμε εδώ, για τη ζωή μας. Όχι, δεν μας πειράζει να μας ρωτάτε. Ίσα ίσα μας κάνει καλό». Οι άνθρωποι έχουν πλήρη συνείδηση της αορατότητας στην οποία βρίσκονται. Και όταν τους προσεγγίζουν με επιφανειακό και επίπλαστο ενδιαφέρον το αντιλαμβάνονται αμέσως.
– Στην σκηνή συντελείται ένας μουσικός διάλογος μεταξύ λόγου και ήχου. Πως λειτουργεί αυτό στην παράσταση;
Η πρόθεσή μας ήταν να αναπτυχθεί ένας διάλογος, δίχως εντυπωσιασμούς. Δίχως η μουσική να καλύψει το λόγο. Η μουσική άλλες φορές έρχεται να υπογραμμίσει, άλλες να τονίσει και άλλες να προβοκάρει.
– Τι έχετε αποκομίσει από αυτή τη θεατρική εμπειρία μέχρι σήμερα;
Την επαφή και τις συζητήσεις που κάναμε με κάποιους νοσηλευόμενους στις παραστάσεις που κάναμε στο Δρομοκαΐτειο, αλλά κυρίως στο Δαφνί, μέσα στο οποίο πραγματοποιήσαμε μια πρόβα προτού παρουσιαστεί η δουλειά μας μπροστά σε νοσηλευόμενους, προσωπικό, αλλά και μπροστά στη σπουδαία κ. Κατερίνα Μάτσα. Την ημέρα εκείνη το νοσοκομείο είχε εφημερία κι εμείς προκειμένου να μεταβούμε στην αίθουσα εκδηλώσεων έπρεπε να περάσουμε ανάμεσα από τον κόσμο. Με τους περισσότερους από αυτούς να έχουν (εμφανώς) οδηγηθεί κατόπιν εισαγγελικής εντολής, συνοδευόμενους από αστυνομικούς. Πρόκειται, για τις λεγόμενες ακούσιες νοσηλείες. Εκείνη την ημέρα αισθάνθηκα πως η όλη προσπάθεια μπορεί και να ήταν μάταιη. Όταν όμως την ημέρα της παράστασης άρχισε να καταφθάνει κοινό και εκτός ψυχιατρείου κατάλαβα πως ένας μικρός στόχος επιτεύχθηκε. Η ορατότητα αυτών των ανθρώπων κάποιες φορές οφείλει να είναι και σοκαριστική. Ας μην ξεχνάμε την περίπτωση της Λέρου, η οποία έκλεισε όταν διέρρευσαν φωτογραφίες που αποτύπωναν τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των ψυχικά σθενών.
– Πιστεύετε ότι είμαστε έτοιμοι ως κοινωνία να επανεντάξουμε τους ψυχικά ασθενείς στους “Υγιείς”;
Δυστυχώς, δεν είμαι και τόσο αισιόδοξη. Σε αντίθεση με τα όσα γράφονται ή λέγονται κατά καιρούς, περί ατομικής ευθύνης και «συμπερίληψης». Δηλαδή, προσπάθειας που πρέπει να κάνει ο καθένας και η καθεμιά ατομικά, προσωπικά, θα επιμείνω στη δουλειά που δεν γίνεται (διαχρονικά) από το κράτος και τα ΜΜΕ. Αυτό που λείπει από τους ψυχικά ασθενείς -εκτός από την ανάδειξη των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν στα πλαίσια της επανένταξης τους- είναι να μπει ένα φρένο στον ανελέητο στιγματισμό που δέχονται και στην αυτόματη σύνδεση της βίας και της εγκληματικότητας με την ψυχική νόσο.