Η Άποψή μας

Η Άποψή μας για την παράσταση “Γιοσίρου Γιαμαγκούσι” στο Θέατρο Olvio

Γράφει η Στεφανία Τσουπάκη
26/04/24

Στη δυστοπική Λακοσπηλιά διαδραματίζεται το παραμύθι με τίτλο «Γιοσίρου Γιαμαγκούσι». Είναι το εξωτικό ονοματεπώνυμο του ήρωά του, μιας ιδιοσυγκρασιακής φιγούρας, περιπλανώμενης σε αναζήτηση σημαντικών απαντήσεων. Το παραμύθι διαθέτει καλούς και κακούς, δυσοσμία, αγωνία, λάσπες, νουγκατίνες, πεταλούδες και στιχομυθίες στη σφαίρα του παραλόγου. Κι ένα λυπητερό τέλος. Οι απαντήσεις που δόθηκαν ένθεν και ένθεν, σα βόμβες, εύκολα ισοπέδωσαν όλο το οικοδόμημα.

Στο έργο αυτό νιώθεις λίγο σαν να πατάς κι εσύ σε παχύ λασπωμένο έδαφος. Τίποτα σταθερό… τίποτα ασφαλές.
Ο ήρωας, ένας περίεργος τύπος που καταφθάνει σ’ένα χωριό κάπου μες στην Ελλάδα, ψάχνοντας στοιχεία για τον πατέρα του με μπούσουλα τις διηγήσεις της νεκρής πιά μάνας, έχει τις μικρές του λόξες και διακινεί ένα αφήγημα που του επιτρέπει να κάνει γνωριμίες και να εκμαιεύει πληροφορίες. Οι άνθρωποι του χωριού είναι ό’τι κοντινότερο στο παράλογο. Αναρωτιέσαι απ την πρώτη στιγμή που βρίσκεται το όριο ανάμεσα στην ευφυία και την απόλυτη βλακεία, καθώς αυτό μετακινείται ασταμάτητα. Ο μπάτσος και η βοηθός του με το όνομα Μηνάς, αλλά και η κληρονόμος του εμβληματικού έρημου ξενώνα που ζει απομονωμένη αναμοχλεύοντας τις παιδικές της αναμνήσεις, θα είναι αυτοί που θα σπάσουν τη σιωπή τους και θα βάλουν το Γιοσίρο (κα ιεμάς φυσικά!) σ’ένα εφιαλτικό τοπίο, καλά κρυμμένο απ’τα μάτια του έξω κόσμου.

Κυριαρχεί η υπερβολή παντού … Σίγουρα δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι θα μπορούσε να υπάρξει μάνα που να έχει καταλάβει λάθος το φύλο του παιδιού της ως τη στιγμή της βάφτισης. O τι υπάρχει ένα χωριό όπου όλοι φορούν τα ίδια υποδήματα. Ότι ένα παιδί αναρωτιέται για την κατάθλιψη της μάνας του όταν ο πατέρας συνουσιάζεται εμμονικά με ό’τι φοράει φουστάνι. Κι όμως … αν δούμε όλα αυτά στην αλληγορική τους διάσταση, τα δεχόμαστε πολύ καλύτερα.

Ο σουρεαλισμός και το βιτριολικό χιούμορ είναι στα καλύτερά τους, και σ αυτό το κείμενο του Γιάννη Κεντρωτά, όπου οι χαρακτήρες είναι άρρωστα γοητευτικοί και αξιολύπητοι μαζί. ‘Ολοι ανεξαιρέτως έχουν κατασκευάσει μια ανώδυνη φανταστική ιστορία πάνω στην οποία ακουμπούν και προχωρούν τη ζωή τους. Γιατί, απ ό’τι αποδεικνύεται, το κακοποιητικό στοιχείο τους έχει ήδη σημαδέψει τόσο σκληρά που, άλλος τρόπος δεν υπάρχει.

Η σκηνοθεσία του Μιχάλη Κοιλάκου εμπεριέχει μια ουδέτερη προσέγγιση του κάθε χαρακτήρα σαν να μην θέλει να επιδοκιμάσει ούτε και να καταδικάσει αυτούς τους παράξενους ανθρώπους. Τα πάντα προφέρονται με απόλυτη φυσικότητα … το υπερβολικό και το πραγματικό γίνονται ένα. Οι, ήρωες είτε είναι στο τώρα είτε βυθίζονται στις μνήμες τους, δείχνουν μια υποταγή στο πεπρωμένο με εξαίρεση τον κεντρικό ήρωα που επιχειρεί την υπέρβασή του για να αποκαταστήσει εκκρεμότητες του παρελθόντος.

Εξετάζοντας ερμηνείες, ο Ελισσαίος Βλάχος που μας συστήνεται ως Γιοσίρου Γιαμαγκούτσι γυιός του Μινόρου, ιάπωνα πολιτικού μηχανικού, βγάζει αυτή την επιμονή του ήρωα να ανακαλύψει την αλήθεια όσο κι αν αναγκάζεται να βουλιάξει κι αυτός σε κάτι κολλώδες και δύσοσμο. Παίζει πειστικά τον παραπαίοντα ανάμεσα στη λογική και την παράνοια άντρα που δεν θέλει να αποποιηθεί ούτε το ένα ούτε το άλλο. Το ένα εμπεριέχει αλήθεια αλλά και σκληρότητα και το άλλο του δίνει την ψευδαίσθηση μεγαλείου που τόσο έχει ανάγκη.

Η Φανή της Χαράς Δημητριάδη ήταν ο χαρακτήρας που με εντυπωσίασε ιδιαίτερα. Πολύ καλή ηθοποιός, με μεγάλη εκφραστική γκάμα, χάρμα ιδέσθαι πραγματικά. Απολαυστική όλη η σκηνή της με τον Γιοσίρου, όπου παρακολουθούμε ένα πιγκ πογκ αλήθειας-ψέματος μέχρι (κυριολεκτικά!) τελικής πτώσεως.

Ο Φοίβος Συμεωνίδης … άλλη υπέροχη μορφή που σε κάνει να γελάς, μ ένα γέλιο όμως αμήχανο και νευρικό, καθώς ο χαρακτήρας που υποδύεται εμπεριέχει το ευχάριστο «φαίνεσθαι» αλλά και το τραγικό «είναι» κάθε μικρής κοινωνίας, σε ισόποσες δόσεις. Μυστικά και δράματα μένουν σκεπασμένα κάτω απ την ανεκτικότητα και τη σιωπή και άνθρωποι σαν τον εκρηκτικό άξεστο μπάτσο του Ιωσήφ Πολυζωίδη φροντίζουν επιμελώς να τα κρατούν σε ύπνο βαθύ.

Τέλος, το φάντασμα της μάνας του Γιοσίρου από την Μαρία Μπαλούτσου βάζει την bottom line μεταφυσικά, τρυφερά αλλά και αποφασιστικά. Ωραία παρουσία και πολύτιμη για την τελική έκβαση της ιστορίας.

Θα έλεγα ότι πρόκειται για μια ολοένα και πιο ανατρεπτική μαύρη κωμωδία. Μια βόλτα σε φανταστικούς τόπους με πολλές παγίδες αλήθειας στη διαδρομή. Τρέλα, με μια κόκκινη κορδέλα. (κι ένα σπαθί στο χέρι!)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.