Η Άποψή μας

Η Άποψή μας για την παράσταση “Μπουμπού” του Δημήτρη Μητσοτάκη σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Πασσά στο θέατρο Εν Αθήναις

Γράφει η Κατερίνα Δημητρακοπούλου
26/05/25

Μπουμπού, Δημήτρης Μητσοτάκης σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Πασσά στο θέατρο Εν Αθήναις

«Με λένε Ιωάννα, με λένε και Μπουμπού / στα μάτια να με βλέπεις, γιασεμί μου, και μην κοιτάς αλλού / … / Πώς λάμπω στην κουζίνα και στο νοικοκυριό / δεν θέλω τον Περαία, γιασεμί μου, μ’ αρέσει το χωριό …»
(απόσπασμα από Το Τραγούδι Της Μπουμπούς που γράφτηκε για τη θεατρική παράσταση και είναι εμπνευσμένο από την ηρωΐδα της νουβέλας, στίχοι – μουσική Δημήτρης Μητσοτάκης, τραγούδι: Μάρθα Φριντζήλα)

Ο Δημήτρης Μητσοτάκης, καταγωγή από την Κρήτη, γεννήθηκε στον Πειραιά τον Απρίλιο του 1967. Η μουσική μπήκε στη ζωή του από τα πρώτα νεανικά χρόνια, κυρίως το ρεμπέτικο τραγούδι. Το 1994 είναι ο στιχουργός, συνθέτης και ντράμερ του συγκροτήματος «Ενδελέχεια» και από το 2010 κάνει σόλο καριέρα ως τραγουδοποιός και ερμηνευτής. Ως συγγραφέας εμφανίστηκε το 2007 με το βιβλίο Καυτή Σούπα (Ελληνικά Γράμματα), ίσως προάγγελο της τύχης της τελευταίας του νουβέλας Μπουμπού, αφού στο οπισθόφυλλο του διαβάζουμε «Είμαι ένα θέατρο. Είμαι ο μοναδικός θεατής της παράστασης που ανέβασα. (. . .)».

Η γεννημένη θεατρίνα Μπουμπού, πρωτότοκη κόρη μιας οικογένειας από την Κρήτη. Εξαιτίας της εμφάνισής της, αρκετά παχουλή, μάταια αναζητά το χάδι και τον καλό λόγο της μάνας. Μπορεί να είναι η πρωτότοκη, αλλά στα υπόλοιπα έρχεται δεύτερη. Πορεύεται στη ζωή βλέποντας το ποτήρι μισογεμάτο, στηριζόμενη στα δυνατά της χέρια. Μαγείρεμα και βελονάκι είναι τα όπλα της για να αντέξει τις δυσκολίες που της επιφύλασσε η ζωή. Η Μπουμπού διηγείται σημαντικές στιγμές της ζωής της καθώς ράβει το νυφικό της εγγονής της.

Ο συγγραφέας αφήνει την ηρωΐδα της νουβέλας να εκφράσει ελεύθερα όλα όσα την πίεζαν και την πονούσαν από τα παιδικά της χρόνια μέχρι σήμερα. Ανοιχτόκαρδη, χορευταρού, παρά το ατσούμπαλο σώμα της, μαχήτρια και τελικά νικήτρια της ζωής, αυτή είναι η Ιωάννα που τη λένε και Μπουμπού. Η διασκευή των Κωνσταντίνου Πασσά, σκηνοθέτης και Δήμητρας Κολλά, ηθοποιός τονίζει την ονειροπαρμένη φύση της Μπουμπούς, τη δίψα της για ζωή, για ελευθερία, για αποδοχή. Ο μονόλογος της για το μητρικό χάδι και την αγάπη που δεν χόρτασε, τον έρωτα που έζησε και έχασε μπορεί να έχει έντονη συναισθηματική φόρτιση αλλά δεν υποκύπτει σε φαιδρούς μελοδραματισμούς.

Ο Πασσάς αφουγκράζεται τη Μπουμπού και «βλέπει» τη διαδρομή μιας γυναίκας στην ονειροφαντασία, την οποία δυσκολεύει το σκληρό πρόσωπο της ζωής. Η Μπουμπού έχει επαφή με την πραγματικότητα, θυμάται πικρές στιγμές της ελληνικής ιστορίας, αλλά τόσο τα τραγούδια «τα ματόκλαδά του λάμπουν, βρε, / σαν τα λούλουδα του κάμπου …» όσο και οι μαντινάδες «ω, το παντέρμο το κρασί τσ’ αγάπης πως ζαλίζει / κι όποιος το πιει παραπατεί και σιγοστραταρίζει» κάνουν τη χαρά και τη λύπη, το γέλιο και το δάκρυ να συμπορεύονται αγκαλιασμένα.

Η Δήμητρα Κολλά βιώνει τον ρόλο βαθιά μέσα της για μία ακόμα φορά. Το εκφραστικό της πρόσωπο δεν αφήνει περιθώρια στον θεατή να μην καταλάβει την εσωτερική της τρικυμία. Όταν κάποιες στιγμές χάνεται στις θύμησες του χθες και σωπαίνει από νοσταλγία, από πόνο ή από χαρά, αυτή η σιωπή είναι που δεν αφήνει ήσυχο τον θεατή.

Η σκηνογραφία του Κωνσταντίνου Πασσά αποτελεί έναν πίνακα αναμνήσεων και αφήγησης. Κάθε κεντημένο τούλι με το βελονάκι της Μπουμπούς γίνεται εικόνα της ζωής της και στολίδι στο νυφικό φόρεμα της εγγονής της. Ο Γιάννης Κλημάνογλου φροντίζει να «παντρέψει» την παράδοση με το σήμερα μέσα από τα φορέματα γιαγιάς και εγγονής και να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του καμβά που έχει δημιουργήσει ο Πασσάς. Οι φωτισμοί της Άννας Ρεμούνδου ακολουθούν την αφήγηση της Μπουμπούς διακριτικά και χρωματίζουν τη συναισθηματική της φόρτιση. Οι εναλλαγές ψυχρού και θερμού φωτός ξεχωρίζουν τις στιγμές του χθες από τις στιγμές του σήμερα.

Είδαμε μία παράσταση για τη γλυκόπικρη ζωή μιας υπέρβαρης κόρης, που λάτρευε τις τουλούμπες, αλλά, για πολλά χρόνια ήταν στο περιθώριο από την ίδια της την οικογένεια. Εκείνη, όμως, με χαμόγελο πλατύ, με το τσουκάλι και το βελονάκι κοίταζε πάντα μπροστά και νίκησε. «Κοίταξα τους φόβους μου στα μάτια, μέχρι που κατέβασαν πρώτοι εκείνοι το βλέμμα».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.