Η Άποψή μας

Η Άποψή μας για την παράσταση “Ο Συνεργός” του Γ.Χριστοδούλου στο Επί Κολωνώ

Γράφει η Ελένη Αντωνίου
25/04/24

Η καταιγιστική καταγραφή ενός φόνου ή αλλιώς πως μια κοινωνία ξέχασε να είναι ανθρώπινη.

Φεύγοντας από το θέατρο Επί Κολωνώ εκείνο το βράδυ μέσα μου κυριαρχούσε έντονα η σκέψη, « μα πώς γίνεται η κοινή γνώμη να έχει πάντα την ανάγκη να καταφαίνεται εναντίον του αδύναμου? Ποιός είναι αυτός ο φόβος που κινεί τους ανθρώπους κάνοντάς τους να βγάζουν συμπεράσματα μένοντας στην επιφάνεια των πραγμάτων και τελικά, πόσο έχει υποφέρει το γυναικείο φύλο εξ αιτίας της προαιώνιας πεποίθησης του «ανήκειν». Οι γυναίκες ανήκουν στους πατεράδες τους, στους συντρόφους τους, στη γνώμη των άλλων, στα ρούχα τους και στην εμφάνισή τους.

Συντάσσω το κείμενο την επόμενη ημέρα ακόμη μιας προηγηθείσσας ειδεχθούς γυναικοκτονίας. Προσπαθώντας να παραμείνω λογική, απέναντι στο γεγονός και απέναντι στην παράσταση αδυνατώ να μην λάβω υπόψιν μου το πόσο σημαντικό είναι κοινό και καλλιτέχνες να έρχονται σε κοινωνία – εν προκειμένω Θεάτρου- αναμετρώμενοι με το ζήτημα της γυναικοκτονίας. Έχοντας υπόψιν μου ότι «ο Συνεργός» σε κείμενο και σκηνοθεσία του Γιώργου Χριστοδούλου είναι, όπως και να το κάνουμε, μια ανδρική ματιά πάνω στο επείγον θέμα της γυναικοκτονίας με μεγάλη προσήλωση περίμενα να δω ποιά θα ήταν η θέση του συγγραφέα/σκηνοθέτη, αλλά και όλης της παράστασης απέναντι στην άτυχη Βίκυ, θύμα της ζηλόφθονης οξυθυμίας του συντρόφου της Θάνου.

Σε ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας διαμένουν δύο ζευγάρια που είναι μαζί από το λύκειο, ο Αποστόλης και η Τασούλα, οι οποίοι είναι ήδη από μικρή ηλικία παντρεμένοι και ο Θάνος και η Βίκυ. Σε μια ανεξέλγκτη στιγμή φθόνου και θυμού, άθροισμα πολλών άλλων που είχαν προηγηθεί, ο Θάνος σκοτώνει τη Βίκυ. Μετά την εν θερμώ δολοφονία της Βίκυς, ο Θάνος καταφεύγει στην παρήγορη ασφάλεια της συγγενικής του σχέσης με τον Αποστόλη, ο οποίος ενώ εξαρχής πανικοβάλλεται, οργίζεται και τον απειλεί πως θα τον καταδώσει. Στη συνέχεια, όμως, υποκύπτει στον φόβο και στην ενοχή του και γίνεται «Συνεργός» του Θάνου. Μετά από μια πλούσια συναισθηματική παλινωδία του «Συνεργού» καθώς οι πράξεις του ήταν ανακόλουθες σε σχέση με τα λόγια του και αυτό είχε αντίκυτπο στη σχέση του με τη σύζυγό του Τασούλα, κι εκείνη με τη σειρά της παρότι παιδική φίλη του θύματος και κοινωνικά συνδεδεμένη με τη μητέρα της θανούσης, γίνεται συνεργός του «Συνεργού» μένοντας αφοσιωμένη στον σύζυγό της ακόμη κι όταν οι αρχές τον συλλαμβάνουν και έχει αποκαλυφθεί η κτηνωδία του εγκλήματος.

Το συγγραφικό ρίσκο είναι τεράστιο, η γραφή του Γιώργου Χριστοδούλου αποπειράται να εισχωρήσει στο φλοιό της κλειστής κοινωνίας, αναδεικνύοντας τις βαθιά ριζωμένες μισογυνιστικές πεποιθήσεις κατά των γυναικών. Η Βικύ διέφερε από το σύνολο των υπολοίπων γυναικών, φιλοδοξούσε να φύγει από το χωριό και να ασχοληθεί με την τέχνη, το σύνολο τη θεωρούσε άμυαλη. Ελαφριά και ελευθέρων ηθών. Το στοίχημα, ωστόσο, σε σχέση με το ίδιο το έργο είναι μεγάλο από τη στιγμή που ο συγγραφέας δεν επιλέγει να εστιάσει μικροσκοπικά στην ψυχολογία του θύτη, στον οποίον αποδίδει, δικαίως, όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του αμετανόητου, περήφανου, μισογύνη, αλλά επικεντρώνεται μακροσκοπικά στην ψυχολογία του «Συνεργού», στην επίδραση του γεγονότος στη σχέση του με τη σύζυγό του και στην πίεση που ασκεί η κλειστή κοινωνία απέναντι στη βούληση και στην αυτοδιάθεση των γυναικών. Η μετατόπιση του βλέμματος και στο περιβάλλον του θύτη, δηλαδή στην αδικαιολόγητη, μα πάντα ψυχολογικά ερμηνεύσιμη από έναν παρατηρητή, αδυναμία ανάληψης της ευθύνης αυτών που σίγησαν, υπογραμμίζεται και από τις διαστάσεις που δίνουν τα ΜΜΕ στο θέμα. Αντικειμενικά, το θέμα του έργου είναι από μόνο του εξαιρετικής σημασίας και σε σημεία η δραματουργία φαίνεται να αφέθηκε στη δύναμη του ίδιου του θέματος, φτάνοντας στο φινάλε η αύξουσα δυναμική εξέλιξη του έργου να ενσκύπτει, προκαλώντας μια μικρή αμηχανία σχετικά με τις απαντήσεις που θα περίμενε να πάρει κανείς στα θέματα σιωπής, χωρίς αυτό να αποδυναμώνει ούτε την πρόθεση, ούτε την αξία της παράστασης κατά τη γνώμη μου.

Η πρόθεση να φωτιστεί η ευθύνη της κοινωνίας που γεννά και θρέφει το πρόβλημα και όχι αποκλειστικά του ατόμου που ενεργεί κτηνωδώς, ασχέτως από το αν εγείρει προβληματισμούς, υποστηρίχθηκε από τις ακριβείς ερμηνείες και των τεσσάρων ηθοποιών, του Χρήστου Κοντογεώργη ( Αποστόλης), ο οποίος αποτελματώνεται ηθικά και συναισθηματικά, της Μαρίας Προϊστάκη, η οποία με εξαιρετική υποκριτική ευγένεια φέρει τον ρόλο της εις πέρας με δεξιοτεχνική ακρίβεια, της συγκινητικής Φανής Παναγιωτίδου στον ρόλο της μητέρας και τέλος, του Γιώργου Τριανταφυλλίδη, ο οποίος, επίσης δεξιοτεχνικά, καταφέρνει να ενσαρκώσει τον οξύθυμο και επηρμένη Θάνο.

Η επιλογή του λευκού σκηνικού από τους Αλέξανδρο Γαρνάβο και Τζίνα Ηλιοπούλου αφήνει στον θεατή το περιθώριο να εικονοποιήσει την έννοια του «αμαυρώματος», όταν το λευκό σκηνικό θα μετατραπεί σε ένα χωμάτινο, βρωμισμένα δωμάτιο. Η χρήση των βίντεο (Δομηνίκη Μητροπούλου, Αλέξανδρος Ορφανίδης) ως δραματουργική και σκηνοθετική επιλογή λειτουργεί κατατοπιστικά νοηματοδοτώντας τις σχέσεις και τα πορτραίτα των ηρώων και ως φλάς μπακ και ως παρεμβαλλόμενα ΜΜΕ. Τέλος, η ατμόσφαιρα και η δημιουργία της εξυπηρετείται από τη μουσική επιμέλεια του Γιάννη Λατουσάκη.

Μια παράσταση που καθρεφτίζει την παθογένεια, αφήνοντας στο κοινό την επιλογή να συναισθανθεί και να τοποθετήσει το βλέμμα του.

Περισσότερα για την παράσταση ΕΔΩ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.